Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Περιπατητής στη σύγχρονη Αθήνα
«Οποιος περπατάει μοσχοβολάει κι όποιος κάθεται βρομάει», έλεγε, αναστενάζοντας, η γιαγιά μου η Αγγελική, που παρέμεινε σε σχετική καθήλωση τα τελευταία είκοσι χρόνια της μακράς ζωής της.
Μαθημένος κι εγώ στο περπάτημα από μικρός, με το που έμαθα ότι η γλυκοζιωμένη αιμοσφαιρίνη μου χτύπησε κόκκινο και δεν ήθελα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει ενέσεις ινσουλίνης και να μετράει το ζάχαρο του αίματος κάθε τρεις και λίγο, πήρα τους δρόμους και αλώνισα τα στενά του ανανεωμένου και πεντακάθαρου «κλεινού άστεος». Κάτι η μυωπία μου, κάτι η έμφυτη κι εγγενής αισιοδοξία μου (που βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και ποτέ μισοάδειο), ωραιοποιώ τα πάντα στο πέρασμά μου, τους ανθρώπους κυρίως.
Είμαι αυτό που λένε «καλός κι αγαθός» (μέχρι να με πιάσουν τα διαβόλια μου, τότε ανοίγω το στόμα το απύλωτο και δεν ξέρω τι λέω).
Ξεκινώ, λοιπόν, καθημερινώς (τις εργάσιμες) περί το σούρουπο. Ανεβαίνω την οδό Καλλιδρομίου με τις μουριές και τα σκυλάκια που κάνουν πιπί τους, ατενίζω τον Λυκαβηττό, τον φωτογραφίζω με το κινητό μου, όχι για να δω εάν παραμένει στη θέση του, αλλά για να ανεβάσω τις φωτογραφίες στο facebook, από εκεί να τις «σώσω» στην επιφάνεια εργασίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή μου και μετά να φιλοτεχνήσω ψηφιακά κολάζ με το πρόγραμμα ζωγραφικής.
Στρίβω στην οδό Μαυρομιχάλη, πρώτον γιατί έχει ησυχία, δεν περνάνε πολλά αυτοκίνητα, δεύτερον -και κυριότερον- γιατί μοσχοβολάνε τα ζαχαροπλαστεία. Τρελαίνομαι για γαλλικά κρουασάν με φρέσκο βούτυρο, παραγεμισμένα με σοκολάτα που λιώνει στο στόμα. «Το ζάχαρό σου, το ζάχαρό σου», σκούζει η γιατρός μου.
Στην Ακαδημίας πάω αριστερά και μετά αμέσως δεξιά στην Ιπποκράτους, για να χαζέψω στο βιβλιοπωλείο και για να παίξω ένα ευρώ στο Τζόκερ (το μόνο προσωπικό μου έξοδο).
Δημήτρης Καταλειφός στον ΕΤ: «Μεγάλο φορτίο και να παίζεις και να σκηνοθετείς»
Στην Πανεπιστημίου αριστερά. Φωτογραφίζω την περικαλλή Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο, τη Βιβλιοθήκη, τους ανθρώπους να βγαίνουν από το μετρό, τα περιστέρια στα κεφάλια των αγαλμάτων, τα αγριολούλουδα στα παρτέρια του δήμου.
Στη Βουκουρεστίου θαυμάζω τα κοσμήματα. Καραγιώργη Σερβίας το ATM της Εθνικής Τράπεζας, ο θρυλικός φούρνος με τις τυρόπιττες και τα μαγαζιά με τα πετρώματα.
Μοναστηράκι, γωνία με Αγίας Ειρήνης, πήχτρα ο κόσμος. Προσέχω τους επαγγελματίες πορτοφολάδες. Ενα άδειο πορτοφόλι στην αριστερή τσέπη με εικονίτσα και φυλαχτό. Δεξιά στον πεζόδρομο τα καλύτερα φαλάφελ του κόσμου.
Στα στενά της πλατείας Ψυρρή ανακαλύπτω την πολυπολιτισμική Αθήνα. Το μαγαζάκι με τα ανατολίτικης κοπής και εμπνεύσεως δωράκια, ό,τι πρέπει για χαμηλόμισθους και συνταξιούχους.
Αριστερά αχνοφαίνεται ο ξεδοντιασμένος Παρθενώνας. Φωτογραφίζω ξανά και ξανά την πλατεία Μοναστηρακίου με τα εμβληματικά κτίρια (σαν ιστορικό κολάζ πολεοδομικού σουρεαλισμού μοιάζει). Ανεβαίνω. Βιβλιοθήκη Αδριανού στο αριστερό χέρι, Αέρηδες, Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Παλαιό Πανεπιστήμιο, περιφερειακός της Ακρόπολης, το εκκλησάκι όπου μόνασε η Αγία Παρασκευή. Στέκομαι και προσεύχομαι να έχω πάντα την όραση και την περιπατητική μου δύναμη.
Αρειος Πάγος. Κάτω το σπήλαιο των Ερινύων. Πεζόδρομος Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Κρήνη, άντρον Πανός, τραπεζάκια έξω με θέα την Ακρόπολη. Πίνω ένα αφέψημα από εγχώρια βότανα με αγνό παρθένο μέλι. Γράφω. Στο κινητό. Ή στο μπλοκάκι μου. Φωτογραφίζω ξανά και ξανά. Μετά μανίας. Κατηφορίζω στο πανέμορφο Θησείο. Αίσθηση χωροχρονικής μετατόπισης. Σαν να περνάς μία πύλη. Οι Αγιοι Ασώματοι. Ο πεζόδρομος που σε φέρνει στο Αρχαίο Νεκροταφείο του Κεραμεικού. Εκεί ξαπόσταινε η πομπή με τα ιερά αντικείμενα από την Ελευσίνα. Δεξιά η συναγωγή.
Κατηφορίζω προς το Γκάζι. Πλανόδιοι μουσικοί, άκανθοι. Δεξιά ο αρχαιολογικός χώρος, αριστερά ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος. Φωτογραφίζω σαν τρελός το όρος Αιγάλεω πάνω από τις παλαιές καμινάδες. Ανεβαίνω στο γεφυράκι. Πηγαίνω προς τα αριστερά. Πεζόδρομος με βουκαμβίλιες. Το νοστιμότερο μπιφτέκι του κέντρου.
Γέφυρα, Πιλοπείον Πουλόπουλου, Γκάζι, πλατεία Κεραμεικού, θέατρα και οι γραμμές της Κωνσταντινουπόλεως. Το γκρίζο μεταλλικό τρένο περνάει ανάμεσα σε άγριες μολόχες σαν εικόνα από άλλες εποχές. Μυρίζει γράσο σε μεταλλικές γραμμές και ακακίες. Χάρμα οσφρητικό όταν είναι ανθισμένες. Στρίβω αριστερά στο φυλάκιο του σιδηροδρομικού υπαλλήλου. Θέατρα κι άλλα θέατρα. Ατμοσφαιρικά φαγάδικα, Βοτανικός. Κι εκεί σταματώ. Ασθμαίνω. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Με το λεωφορείο 025, 026, 813. Ας είναι καλά η κάρτα απεριορίστων διαδρομών.
Ενα αχλάδι ή ένα μήλο για βραδινό. Βλέπω τηλεόραση. Ντοκιμαντέρ συνήθως για τη Φύση και για τα άγρια ζωάκια. Τα λατρεύω.
Κλασική μουσική σε χαμηλή ένταση. Το πάντα ποιοτικό Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά όχι την ώρα που κοιμάμαι. Σιγή, διπλά τζάμια, μοβ λάμπα στο διάδρομο προς λουτρό.
Προσεύχομαι. Ονειρεύομαι δέντρα καταπράσινα, νερά που τρέχουν γάργαρα, τον Παρθενώνα όπως ήταν κάποτε, τον πέμπτο αιώνα, όχι και τόσο ειδυλλιακός όσο φανταζόμουν ως παιδί.
Με τα χρόνια η ιδεαλιστική θεώρηση των πάντων δίνει τη θέση της σε μια νοσταλγική συγκατάβαση, ο ενθουσιασμός στη συνήθη χαρμολύπη, οι υψιπετείς βλέψεις σε καθημερινώς ελεγχόμενες εμπνεύσεις.
Πατώντας και με τα δύο πόδια στη γη, ακολούθως με τρία – κι ελπίζω να μην καταλήξουμε πάλι να μπουσουλάμε στα τέσσερα, χαίρομαι την κάθε ημέρα, ως εάν να ήτο παράταση σε έναν απροσδιόριστο ποδοσφαιρικό αγώνα, εισπνέω την κάθε γουλιά οξυγόνου σαν πανάκριβο ρακί (δεν καπνίζω – δεν έμαθα ποτέ να κατεβάζω τα δηλητηριώδη αέρια και να χαλάω τα ροδαλά πλεμόνια μου, έτσι τα έλεγε η γιαγιά Αγγελική).
Γενικά, προσέχω τι τρώω, τι πίνω, ποιους συναντάω, με ποιους (δεν) μιλάω, δεν ασχολούμαι με καταστάσεις και συνθήκες που δεν μπορώ να αλλάξω, επιμένω σε δημιουργικές ασχολίες που με χαροποιούν, διαβάζω υπερβολικά, κοιμάμαι αρκετά, ακούω πολύ, διδάσκομαι περιηγούμενος στην όμορφη Αθήνα, που την αγαπάμε σαν προγιαγιά, μητέρα, μητριά και φύλακα άγγελό μας, έτσι όπως απλώνεται ανάμεσα στα βουνά, τη φαιογάλανη θάλασσα ατενίζοντας.