Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Καλύτερα μια κόλαση που ξέρεις…
Γράφει ο Μάρκος Κρητικός
Ανοίγω την πόρτα και κοντοστέκομαι. Μια φλογερή ανάσα κολλάει στο πρόσωπό μου. Στην απέναντι πολυκατοικία ένας γέρος, όρθιος στο στενό μπαλκόνι του ημιώροφου, μασουλάει μια φέτα καρπούζι και γελάει παιδιάστικα. Περπατάω στους έρημους δρόμους και νιώθω αγχωμένες ζωές να ανασαίνουν πίσω απ’ τα ερμητικά κλειστά παράθυρα. Μόνο η βοή των ερκοντίσιον προδίδει την υποτυπώδη ύπαρξή τους. Μια βλοσυρή φάτσα έτοιμη για καβγά πετάγεται από ένα ανήλιαγο υπόγειο. Ανοίγω το βήμα μου και προσπερνάω έναν λιπόσαρκο Πακιστανό, που ψαρεύει προσηλωμένος σε μια λίμνη σκουπιδιών. Μέχρι να φτάσω στην οδό Ερμού ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι. Ανηφορίζω προς την πλατεία. Ο βράχος της Ακρόπολης ξεπροβάλλει ανάμεσα σε συστάδες κεραιών που ξεφυτρώνουν απ’ το μπετόν και αγκυλώνουν το νέφος της αιθάλης. Ο Παρθενώνας στέκει αιώνες εκεί πάνω για να μου θυμίζει ύπουλα τη σύντομη ζωή μου. Μια σειρά κρεμασμένα ασπρόρουχα σε μια μακρινή ταράτσα ανεμίζουν σαν σημαίες νικημένες στο πεδίο της μάχης του τσιμέντου με τον ουρανό.
Ξανθά πρόσωπα, με λιγοστά φανταχτερά ρούχα και γαλακτερά δέρματα, ρουφούν με έπαρση φως και αναμνήσεις αγορασμένα σε τιμή ευκαιρίας από μεγάλα τουριστικά γραφεία της Βόρειας Ευρώπης. Γίνομαι ένα με το ξέγνοιαστο πλήθος και κλέβω λίγη απ’ την κοσμοπολίτικη αύρα του. Αισθάνομαι πιο χαλαρός. Περιπλανιέμαι στα πολύχρωμα σοκάκια και κοιτάζω το εμπόρευμα των μικροπωλητών σαν να είναι πρώτη φορά. Στο Μοναστηράκι πάντα υπάρχει μια ανεξερεύνητη γωνιά, όσες φορές κι αν το έχεις επισκεφτεί. Χαρούμενοι νεαροί ψωνίζουν αναμνηστικά της Αθήνας για να τη θυμούνται όταν θα είναι γέροι και λυπημένοι. Μπρούντζινοι πολυέλαιοι, σκαλιστά έπιπλα γραμμόφωνα και γυαλικά μού προκαλούν μια παράξενη αίσθηση προγονικής νοσταλγίας. Ξεφυλλίζω παλιά περιοδικά στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου.
Επιστρέφω στην πλατεία και κάθομαι σε ένα πεζούλι να πάρω μια ανάσα. Κοιτάζω σε πλήρη χαύνωση την είσοδο του σταθμού να ρουφάει σαν σιφόνι τους περαστικούς κάτω απ’ τη γη. Αρώματα μπαχαρικών και λιβανιού, καβουρντισμένου καφέ και φτηνής κολόνιας μπαρμπέρικου αναδεύονται με την τσίκνα απ’ τις καμινάδες των κεμπαπτζίδικων. Σε μια γωνιά ένας ρακένδυτος γέρος, μισοξαπλωμένος σ’ ένα χαρτόνι, με ένα καφάσι για μαξιλάρι, περιμένει καρτερικά τη ζωή να τον εγκαταλείψει. Δίπλα του ένας σωματώδης μαύρος έχει απλωμένη την πραμάτεια του σε μια κουρελού και δύο νεαρές τουρίστριες παζαρεύουν με κέφι ένα αλλήθωρο ελεφαντάκι από έβενο. Ενας πορτοφολάς ψάχνει το επόμενο θύμα τού συνωστισμού, ένας τσιλιαδόρος σαρώνει με το βλέμμα του την πλατεία, ένα αγχωμένο βαποράκι βηματίζει κάτω απ’ την τέντα ενός υπαίθριου μανάβικου.
Σηκώνομαι. Ρίχνω ένα κέρμα στο πλαστικό κύπελλο ενός παιδιού που το έχουν μάθει να επιδεικνύει την αναπηρία του και κατηφορίζω την οδό Αθηνάς. Ενας αλλόφρων οδηγός καταριέται θεούς και δαίμονες. Ενας κοτσονάτος γέρος, μπαίνοντας στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, ρίχνει ξελιγωμένες ματιές στα τροφαντά οπίσθια μιας όμορφης πιτσιρίκας. Χαμογελάω. Μέσα ο Θεός κι απέξω ο διάολος. Ο ένας κοντά στον άλλο. Να τους μπερδεύεις, για να έχουνε δουλίτσα. Δεν περνιέται αλλιώς η αιωνιότητα. Στην πλατεία Κοτζιά, ζευγαράκια τουριστών περιφέρουν ρομαντικούς καλοκαιρινούς έρωτες υπό το βλέμμα των βαριεστημένων μπάτσων που φυλάνε το δημαρχείο.
Στρίβω στην οδό Σωκράτους. Οντα σκυθρωπά και παραπαίοντα, με ράχες κυρτές από το βάρος της καταδίκης σε ισόβια θλίψη, σέρνουν άσκοπα τα βήματά τους με μοναδικά υπάρχοντα έναν χάρτη της χαμένης πατρίδας και μια ατζέντα γεμάτη νεκρούς. Μοιράζονται την ίδια αξιοθρήνητη μοίρα μιας ζωής που μετά βίας τούς ανήκει κυνηγώντας μάταια ένα καλύτερο αύριο, σε μια εποχή που το να γεννηθείς μετανάστης είναι από μόνο του αρκετό για να πεθάνεις. Λίγο πιο κάτω ένας γέρος πάνω σ’ ένα ποδήλατο, φορτωμένο με δυο λιγδιασμένους μπόγους, γυρίζει με δυσκολία τα πετάλια της ζωής του, κι ένας τύπος, που δεν έχει τη φάτσα ανθρώπου που βγάζει το ψωμί του δουλεύοντας, ρίχνει ύποπτες ματιές πίσω από ένα κλειστό περίπτερο.
Σε μια σκιερή γωνιά, ένας ναρκομανής προσηλώνεται στο τελευταίο αγχωμένο τρύπημα δίπλα στο άσαρκο κορίτσι του, που ήδη εξερευνεί παραισθητικούς κόσμους με αντίτιμο τις τελευταίες δυνάμεις της, ενώ ο άστεγος που τους παρακολουθεί αδιάφορα, μπήγει τα δόντια του λαίμαργα σε μια φραντζόλα ψωμί. Δύο τύποι που θα φαίνονταν ύποπτοι στα μάτια και του πιο άχρηστου μπάτσου διασταυρώνονται μ’ έναν μικροκαμωμένο αλλοδαπό που σέρνει με περηφάνια στο καρότσι του τα απομεινάρια ενός ξεκοιλιασμένου στρώματος και στη γωνία ένας μεθυσμένος τουρίστας, δύο μέτρα ψηλός, τραγουδάει φάλτσους σκοπούς κάποιας μακρινής πατρίδας, με την αποφορά ξινισμένου κρασιού στο χνώτο του. Μυρωδιά χασίς γαργαλάει πότε πότε τη μύτη μου.
Μια πόρνη στέκεται έξω από ένα άθλιο ξενοδοχείο για την εξυπηρέτηση της επείγουσας ανάγκης ξεπεσμένων εραστών και κάνει αέρα με μια σπανιόλικη βεντάλια. Κάθε λίγο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά και ξεφυσάει βαριεστημένα. Ούτε ο διάολος δεν έχει όρεξη να πηδήξει με τέτοια ζέστη. Σιωπηρές καταχθόνιες φιγούρες αναδύονται αργά από σκοτεινές κόχες. Φαίνονται θλιμμένες σαν να πενθούν τον ξενιτεμό τους στην πόλη του χαμένου διπλανού.
Σταματάω σε ένα γνωστό ψιλικατζίδικο. Ο κυρ-Θανάσης, με ταλαιπωρημένη όψη, ασθμαίνει μπροστά στον ανεμιστήρα. Αγοράζω τσιγάρα και μπίρες.
«Δεν αντέχεται πάλι σήμερα η Αθήνα… Σκέτη κόλαση!», μουρμουρίζει και περιμένει μια απάντηση.
«Καλύτερα μια κόλαση που ξέρεις παρά έναν παράδεισο που δεν ξέρεις».
«Πες το ψέματα…». Ενα θλιμμένο χαμόγελο σκάει στα ξερά χείλη του.
Τον χαιρετώ μ’ ένα νεύμα και βγαίνω στο δρόμο. Κοντοστέκομαι μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες και διαβάζω στα πεταχτά τα πρωτοσέλιδα. Ολα μαύρα. Τι ωραίες εποχές για απαισιόδοξους, σκέφτομαι και βάζω μηχανικά ένα τσιγάρο στο στόμα μου. Τα μάτια μου καίνε και οι σόλες των παπουτσιών μου λιώνουν στην καυτή άσφαλτο. Αν το ανάψω, μπορεί να καεί όλο το Μοναστηράκι. Κανείς δεν νοιάζεται…