1. To μαύρο χιούμορ και η αστυνομική πλοκή είναι ουσιαστικά οι δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Πώς καταφέρατε να τα ταιριάξετε στο νέο σας συγγραφικό εγχείρημα «Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ» (εκδόσεις Μεταίχμιο); Ποιο το έναυσμα;
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το χιούμορ δεν συνάδει με τη νουάρ λογοτεχνία, γιατί ενέχει ο κίνδυνος να υπονομεύσει την ατμόσφαιρα μυστηρίου που οφείλει να έχει μια αστυνομική ιστορία. Όμως, πιστεύω ότι αυτό εξαρτάται από το είδος του χιούμορ και συμφωνώ απόλυτα με την άποψη που διατυπώνετε. Το μαύρο, κυνικό και συνήθως αυτοαναφορικό χιούμορ του ήρωά μου, ως βασικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του, δεν είναι προϊόν ευχάριστης διάθεσης αλλά η αντίδραση στη θλίψη του, για όσα συμβαίνουν στη ζωή του. Τον καθιστά δε, στα μάτια του αναγνώστη, ιδιαίτερα απρόβλεπτο και ικανό ανά πάσα στιγμή να ανατρέψει τα δεδομένα, στοιχείο ικανό να συντηρήσει το μυστήριο μιας αστυνομικής πλοκής. Δεν χρειάστηκα κάποιο έναυσμα για αυτή την υφολογική προσέγγιση. Το χιούμορ σε όλα τα μυθιστορήματά μου προέκυψε ως μια αυθόρμητη εσωτερική ανάγκη και όχι ως ένα προμελετημένο σχέδιο για να εκβιάσω το γέλιο του αναγνώστη. Στην πορεία αντιλήφθηκα ότι μου έδινε τη δυνατότητα να θίξω, σύντομα και περιεκτικά, καίρια κοινωνικά και υπαρξιακά θέματα, αφενός χωρίς να παραμελώ την εξέλιξη του αστυνομικού μύθου και αφετέρου χωρίς να παρεκκλίνω του ανάλαφρου αφηγηματικού ύφους που θέλω να χαρακτηρίζει τα βιβλία μου.
2. Πώς θα μπορούσατε να περιγράψετε με δυο λόγια τον ήρωά σας; Μοιάζει να έχει μια κάποια σχέση με τον Μάρκο Κρητικό; Είναι το alter ego σας;
Ο Μάρκος, ένας μεσήλικας τραπεζικός υπάλληλος που ζει στο κέντρο της Αθήνας, είναι «ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας». Η απέχθεια για τη δουλειά του, η φθορά του γάμου του με το πέρασμα των χρόνων και η επίγνωση της χαμένης νεότητας τον βυθίζουν στην κατάθλιψη και καθιστούν την καθημερινότητά του βαρετή, χωρίς συγκινήσεις. Δεν πιστεύω ότι είναι εύκολο για έναν δημιουργό, σε οποιαδήποτε έκφανση της τέχνης, να απεγκλωβιστεί από τη βιωματική του σφαίρα. Ένας συγγραφέας ακόμα και σε ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, έστω και ασυνείδητα, θα εντάξει βιωματικά στοιχεία. Στην περίπτωση του βιβλίου μου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η σκηνογραφία στην οποία εκτυλίσσεται η θεατρική δράση είναι σε μεγάλο βαθμό βιωματική. Ενώ όμως υπάρχουν εμφανή βιωματικά στοιχεία ως προς τις συνθήκες ζωής του ήρωα –τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας–, δεν εντοπίζω σε αυτόν σαφείς ιδιοσυγκρασιακές ομοιότητες με τον συγγραφέα. Θα έλεγα ότι μια ιστορία μυθοπλασίας διαδραματίζεται σε περιβάλλον οικείο για τον συγγραφέα, ή για να το πούμε λίγο διαφορετικά, μια φανταστική ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν αληθινό κόσμο.
- Τι θεωρείτε πιο σημαντικό σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, την πλοκή ή τη γραφή του;
Χωρίς δεύτερη σκέψη θα πω τη γραφή του. Ως αναγνώστη δεν με έλκουν τόσο η πλοκή και η θεματική ενός μυθιστορήματος, όσο η λογοτεχνική δεινότητα του αφηγητή. Ειδικά για το αστυνομικό αφήγημα πιστεύω ότι όλα έχουν «ειπωθεί». Επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να γραφτεί κάτι πρωτότυπο, το προσωπικό ύφος και η αφηγηματική ικανότητα υπερβαίνουν τη σημασία της πλοκής. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής που αναπαράγει τέλεια τις ανθρώπινες γνωστικές λειτουργίες –δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ιδέα– έφτιαχνε την ιδανική από κάθε άποψη πλοκή σε μια αστυνομική ιστορία, ένας καλός συγγραφέας θα έγραφε ένα αριστούργημα αλλά ένας μέτριος δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αφηγηματικά τις δυνατότητές της και πιθανότατα το αποτέλεσμα δεν θα ξέφευγε από τη μετριότητα των άλλων έργων του.
- Γράφετε στον «Αναγνώστη» όπου φιλοξενείται επί το πλείστον ένα άλλο είδος λογοτεχνίας. Είναι τελικά λογοτεχνία η αστυνομική αφήγηση;
Στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, σπουδαίοι στιλίστες της γραφής, όπως οι Φερνάντο Πεσόα, Γκίλμπερτ Κ. Τσέστερτον, Γκράχαμ Γκριν, Ζορζ Σιμενόν, Τζον Μπάνβιλ και πολλοί άλλοι, τίμησαν το είδος. Άρα, πάντα υπήρχε χώρος για υψηλή λογοτεχνία στο αστυνομικό αφήγημα, έστω και αν αυτή αποτελούσε την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Όμως, τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό είδος έχει στο σύνολό του αναβαθμιστεί λογοτεχνικά. Η νέα κοινωνική ταυτότητα του αστυνομικού μυθιστορήματος ακυρώνει πλήρως τις ήδη ξεπερασμένες απόψεις περί αστυνομικού και παραλογοτεχνίας. Το κορεσμένο whodunit, που έχει κυρίως κατηγορηθεί για τα πολλά κλισέ στη δομή του, δίνει τη θέση του στο whydunit μέσα απ’ το οποίο αναδεικνύονται οι ευρύτερες κοινωνικές αιτίες που οδηγούν στο έγκλημα. Θα πρέπει όμως να συνυπολογίσουμε ότι η αστυνομική λογοτεχνία ήταν και παραμένει εμπορική λογοτεχνία, απευθύνεται σε ένα ευρύ, πολυσυλλεκτικό κοινό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με την αντίστροφη σχέση μεταξύ ποιότητας και αναγνωσιμότητας να είναι περίπου δεδομένη. Γιατί πάντα «ο κόσμος θα καταναλώνει πιο συχνά φιστίκια από χαβιάρι» όπως εύστοχα είχε πει ο Μίκι Σπιλέιν.
- Ποια είναι τα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας και σας απασχόλησαν, ώστε να τα εντάξετε στην υπόθεση του βιβλίου σας;
Νομίζω ότι το βιβλίο μου είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα αστυνομικής πλοκής ή αφορμής. Το κοινωνικό σχόλιο δεν προέκυψε από την ανάγκη να αναδείξω επίκαιρα θέματα που καθορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής που διαδραματίζεται η ιστορία. Προέκυψε κυρίως από μια προσπάθεια ηθογραφικής προσέγγισης των παραδοσιακών κανόνων κοινωνικής διαβίωσης προκειμένου να καυτηριάσω διαχρονικές αξίες και θεσμούς όπως η ηθική, η φιλία, η εργασία, ο γάμος και η οικογένεια και κυρίως το πώς αυτά επιδρούν στις συμπεριφορές και στις σχέσεις των ανθρώπων.
- Και τέλος: Ποια η σχέση σας με την πεθερά σας;
H πεθερά μου δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας. Για να προλάβω πιθανές κακόβουλες σκέψεις από κάποιους αναγνώστες του βιβλίου θα πρέπει να τους ενημερώσω ότι απεβίωσε εν ειρήνη στην οικία της, πλήρης ημερών και από φυσικά αίτια.