Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Κάποτε στην Ομόνοια με Εκείνη…
Πριν από λίγο καιρό, στις 10 το πρωί, βρέθηκα στην Ομόνοια. Πήρα την εφημερίδα μου από έναν υπαίθριο εφημεριδοπώλη, στην γωνία με την οδό Αθηνάς, πέρασα από το Hondos Center και αγόρασα ένα βιβλίο και πήρα κουλουράκια από τον Βενέτη. Μασουλώντας, τράβηξα για την οδό Δώρου με κατεύθυνση την οδό Πατησίων. Εκεί, στον πεζόδρομο, απέναντι από το παλιό Μινιόν, είδα μια σκηνή που μου προξένησε θλίψη. Ενα σκυμμένο μελαχρινό κορίτσι με απλά γυαλιά οράσεως βοηθούσε έναν νεαρό που καθόταν στις πλάκες να κάνει ένεση στο μπράτσο του. Εμεινα για λίγα δευτερόλεπτα κοκαλωμένος, ενώ στη γωνία ένας μεσήλικας παρατηρούσε τη σκηνή παίζοντας με το κινητό του. Δεν κοιτούσα την αποτρόπαια εικόνα που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου, αλλά το μελαγχολικό πρόσωπο της κοπέλας. Ηταν ολόιδια μ’ Εκείνην, τη φοιτήτρια που κάποτε μου είχε κάψει την καρδιά.
Οταν η κοπέλα πρόσεξε πως την παρατηρούσα μου έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα και συνέχισε τη δουλειά της. Ασφαλώς δεν ήταν Εκείνη, δεν μπορούσε να είναι, πάντως με ανάγκασε να γυρίσω νοερά στο παρελθόν. Εφυγα από εκεί αναστατωμένος, ρίχνοντας ματιές στο μελαχρινό κορίτσι με το μελαγχολικό πρόσωπο. Οταν επέστρεψα σπίτι, βρήκα ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες και το ξεφύλλισα. Στάθηκα σε δύο από αυτές, τις πιο αντιπροσωπευτικές, τις κοίταξα και θυμήθηκα τις στιγμές που μοιραστήκαμε στην πλατεία.
Στην πρώτη φωτογραφία Εκείνη βγαίνει από έναν τηλεφωνικό θάλαμο έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου, που είναι κλειστό. Τα γυαλιά της είναι θαμπά, έχει άγχος. Το βλέμμα της πέφτει πάνω μου: έχει προηγηθεί μια καταστροφική πλημμύρα στην Αττική με πολλά θύματα. Μόλις τηλεφώνησε με κέρμα στο σπίτι της, τους είπε πως είναι καλά, να μην ανησυχούν. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα και τα ρούχα της επίσης. Εφυγε από το φροντιστήριο και στο δρόμο έγινε μούσκεμα από τη βροχή.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Θέλω να την πλησιάσω, αλλά δεν το αποτολμώ. Περιορίζομαι να την κοιτάζω, μ’ αρέσει το μελαγχολικό πρόσωπό της, με ελκύει το στοχαστικό βλέμμα της. Υπάρχει πάνω της κάτι το ανεπιτήδευτο, σκέφτομαι πως μπορώ να την εμπιστευτώ. Αφήνω στην άκρη τους ενδοιασμούς, την πλησιάζω και της απευθύνω το λόγο. Μ’ αρέσει που είναι συνεσταλμένη, δεν χορταίνω να την παρατηρώ, καθώς το μυαλό μου τρέχει σε μακρινά ταξίδια και σε εξωτικές μορφές στα λιμάνια του κόσμου.
Αντικρίζοντας τα περίπτερα της πλατείας και τα πολύχρωμα φώτα στις προσόψεις των γύρω κτιρίων, θυμάμαι μερικούς στίχους του Νίκου Καββαδία: «Του Αλμπορ το φανάρι θα φανεί. Οι μαθήτριες σχόλασαν του ωδείου. Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου. Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή». Εκείνη με κοιτάζει τρυφερά, μου κάνει ερωτήσεις, ποιος είμαι και τα λοιπά. Λέμε για τη νύχτα που πλακώνει, για τη μέρα που θα ξημερώσει. Η λειτουργία του ηλεκτρικού έχει διακοπεί, λόγω της πλημμύρας, ούτε τα λεωφορεία κάνουν δρομολόγια. Φτάνουν οχήματα του στρατού, μπαίνουμε σε ένα, τη συνοδεύω μέχρι τον Πειραιά και κανονίζουμε να ξανασυναντηθούμε.
Η δεύτερη φωτογραφία έχει τραβηχτεί μερικά χρόνια αργότερα, σ’ αυτήν Εκείνη στέκεται έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου. Το μαγαζί είναι ανοιχτό, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν από την πόρτα επί της πλατείας, φαίνεται η γωνία της οδού Αγίου Κωνσταντίνου και τα αυτοκίνητα που περνάνε. Είναι ένα ανοιξιάτικο δειλινό, το ντύσιμο των ανθρώπων που στέκονται δίπλα της είναι ελαφρύ. Φοράει κόκκινη μπλούζα, τα παπούτσια της είναι επίσης κόκκινα, φοράει μαύρο παντελόνι. Το βλέμμα της είναι τρυφερό πίσω από τα κομψά γυαλιά της. Μια κόκκινη τσάντα κρέμεται από τον αριστερό της ώμο, την κρατάει με το ένα χέρι, στο άλλο έχει ένα βιβλίο, τα Ποιήματα του Σεφέρη.
Οι άντρες που περνάνε της ρίχνουν αρπαχτικά βλέμματα. Εκείνη δεν δίνει σημασία, είναι προσηλωμένη στην κυλιόμενη σκάλα: με περιμένει. Εγώ ανεβαίνω στην επιφάνεια της πλατείας και μόλις την αντικρίζω, της χαμογελάω, μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Με πλησιάζει και πέφτει στην αγκαλιά μου, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος μου. Δεν λέμε κουβέντα, αγγιζόμαστε με τα χέρια, τα δάχτυλά μου αναζητούν την επιδερμίδα της κάτω από τα μανίκια της μπλούζας. Είναι ζεστή, το κορμί της μοσχοβολάει.
Η συνέχεια ήταν απρόσμενη, ανταλλάσσουμε τηλεφωνήματα, γράμματα, φιλιά και όρκους, κάνουμε σχέδια για τη ζωή. Είμαι ευτυχισμένος, πετάω νοερά στα σύννεφα από χαρά. Κι έπειτα μου εξομολογήθηκε πως έκανε λάθος, πως δεν μπορεί να υποθηκεύσει το μέλλον της με μένα. Ω, τι απογοήτευση! Σκέφτηκα να πάρω ένα μαχαίρι και να το στρέψω στον εαυτό μου, αλλά προτίμησα να μπαρκάρω μ’ ένα καράβι για το Μπουένος Αϊρες.
Εχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, τα μαλλιά μου έχουν ασπρίσει. Κάθε φορά που χτυπάει το σταθερό μου τηλέφωνο τρέχω να το σηκώσω, με την προσδοκία πως είναι Εκείνη. Δεν είναι, βέβαια, δεν μπορεί να είναι.
Την άλλη μέρα από τη θλιβερή σκηνή στην οδό Δώρου με τη μελαχρινή κοπέλα με το μελαγχολικό πρόσωπο, που βοηθούσε τον εξαρτημένο νεαρό να κάνει ένεση στο μπράτσο του κι έμοιαζε μ’ Εκείνην, ήμουν πάλι στην Ομόνοια. Εκανα βόλτες, παρατηρούσα κτίρια και ανθρώπους κι ένιωσα απογοήτευση. Πώς έγινε έτσι η αγαπημένη πλατεία, πόσο άλλαξαν όλα! Το φαρμακείο του Μπακάκου μεταφέρθηκε λίγο παρακάτω, στη θέση του βρίσκεται ένα μαγαζί με αρτοσκευάσματα, το Attica, τα περισσότερα περίπτερα είναι κλειστά, οι εφημεριδοπώλες έχουν λιγοστέψει. Εκανα τον γύρο της πλατείας και κατέληξα στον πεζόδρομο δίπλα στο Μινιόν, μήπως δω ξανά τη μελαχρινή κοπέλα με τα γυαλιά. Οχι, δεν την είδα κι ας ήμουν εκεί από τις εννιά το πρωί μέχρι τις έντεκα. Προφανώς, με τον σύντροφό της πήγαν αλλού να κάνουν την αυτοκτονική τους πράξη. Τι εμπειρία κι αυτή! Πάντως, νοερά τους ευγνωμονούσα που μ’ έκαναν να θυμηθώ Εκείνην κι ας μου σπάραζαν την καρδιά οι πικρές αναμνήσεις.