Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ραντεβού στον αφαλό του κόσμου
Είναι μια από εκείνες τις μέρες που η ανάγκη να περπατήσει στο κέντρο της Αθήνας νιώθει να αναβλύζει από το εσώτερο είναι του. Εχοντας ήδη καβαλικέψει στο σαμάρι της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, δεν λέει να τον εγκαταλείψει αυτή η διάθεση. Βραδιές καλοκαιριού στο κέντρο της αγαπημένης του πόλης. Σήμερα, βέβαια, υπάρχει και προφανής αιτία˙ λόγος εξαιρετικά σοβαρός.
Συνηθίζει να ξεκινάει από την περιοχή του Θησείου. Εκεί που κάποτε άνθησε και μαράθηκε ένας νεανικός έρωτας. Είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά για να εξελιχθεί σε μια ανεπανάληπτη ελεγεία αγνής, ανόθευτης αγάπης. Μόνο που δυο πρέζες πάθους και φθόνου παραπάνω ήταν ικανές για να δημιουργήσουν μια επική τραγωδία. Ας είναι. Η αναπόληση των περασμένων είναι ένας κακός σύμβουλος αντιμετώπισης της πραγματικότητας.
Παρατηρεί τους μικροπωλητές να διαφημίζουν την πραμάτειά τους. Οι περισσότεροι εξ αυτών μετανάστες, φερμένοι από τα βάθη της Νότιας Ασίας και της Αφρικής με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή˙ μια ζωή που δεν κατάφεραν να ζήσουν στις χώρες τους. Πίσω από τον ξύλινο ελέφαντα, κατασκευασμένο σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της Κίνας, μαγνητίζεται από το χαμόγελο -δύο σειρές γυαλισμένα άσπρα μαργαριτάρια- του νεαρού Αφρικανού, έτσι που είναι έτοιμος να βάλει το χέρι στην τσέπη και να βγάλει χρήματα -που δεν έχει- για την αγορά. Αυτοστιγμεί δικαιολογείται στον εαυτό του. Του φάνηκε ανοίκεια και εξαιρετικά γελοία η ειδή του, με την ξυλοκατασκευή φορτωμένη στον ώμο. Και ρίχνει το βλέμμα του πίσω από τον ώμο του, στο Ερέχθειο, με μια μικρή χαρμολύπη για τις Καρυάτιδες. Η μία αυθεντική, χωρισμένη από τις αδελφές της, να κοιτάζει με λύπη το ψιλόβροχο του Λονδίνου να γλείφει το κρύσταλλο και να δημιουργεί ρυτιδωμένες υδάτινες διαδρομές.
Μουσικοί του δρόμου στις παρυφές του κυριακάτικου παζαριού του Θησείου έχουν αποφασίσει να παίξουν τις σαγηνευτικές, μυστηριακές μουσικές, φερμένες από τα υψίπεδα των Ανδεων, μέχρι κάθιδροι και ξέπνοοι να συναντήσει το βλέμμα τους το πρώτο φως της αυγής. Φορούν την παραδοσιακή περουβιανή φορεσιά τους, δεν έχει ιδέα αν πράγματι είναι παραδοσιακή ή είναι απλά ένα τέχνασμα προσέλκυσης πελατείας και, κουνώντας τα μακριά μαλλιά τους, θυμίζουν ινδιάνους κομπάρσους σε ταινίες γουέστερν δεύτερης κατηγορίας.
Η οδός Ηφαίστου ήταν πάντοτε ένα εξαιρετικό σημείο συνάντησης με τους εμπόρους. Εχοντας διατηρήσει ακόμη την παλιακή αύρα της Τουρκοκρατίας, είναι ο τόπος όπου επιβάλλεται το παζάρεμα της τιμής. Δεν νοείται να συμφωνήσεις στην πρώτη προσφορά.
Μπλέκεται μέσα σ’ εκείνο το χαρούμενο γαϊτανάκι από χρώματα, από φωνές και οσμές διαφορετικών κόσμων˙ και το απολαμβάνει. Με μια πρωτόφαντη περιέργεια κοιτάζει τα καλούδια που κρέμονται σε κρεμάστρες. Ψάχνει τις τσέπες του, ελπίζοντας να ψαρέψει κάποιο κέρμα, γνωρίζοντας από πριν το αποτέλεσμα της αναζήτησής του. Δεν υπάρχει ευχέρεια για περιττά έξοδα. Η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας τον τσάκισε και είναι τώρα που άρχισε να βλέπει μια αχτίδα φωτός στο προσωπικό του τούνελ. Η αλήθεια είναι πως του έχει μείνει ο φόβος της επανάληψης αυτής της τραγωδίας, κάτι σαν το κατοχικό σύνδρομο που κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές στις επόμενες.
Παρ’ όλα αυτά, και προς μεγάλη του έκπληξη, βρίσκει ένα ξεχασμένο κέρμα των δύο ευρώ στο βάθος της πίσω δεξιάς τσέπης του παντελονιού του. Αμφιταλαντεύεται για μερικά δευτερόλεπτα, αναποφάσιστος αν θα πρέπει να το ξοδέψει αγοράζοντας μια αχρείαστη χαζομάρα, που όμως θα του φέρει μια κάποια ικανοποίηση.
Δύο υγρά, παρακλητικά μάτια τον βγάζουν από το δίλημμα. Απιθώνει το κέρμα στις ενωμένες χούφτες του μικρού κοριτσιού που έχουν σχηματίσει κάτι σαν κουτάλα. Το κορίτσι μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις «Χίλιες και μία νύχτες». Σίγουρα Βορειοαφρικανή, σκέφτεται την ώρα που η Αϊσέ -αυτό είναι το όνομά της- σκύβει ευλαβικά το κεφάλι προς τον ευεργέτη της και χωρίς να πει λέξη εξαφανίζεται μέσα από την πλατεία Αβησσυνίας αναζητώντας τον επόμενο ευεργέτη.
Συνεχίζει να ανεβαίνει τον εμπορικό δρόμο με τα χέρια στις τσέπες κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά τα κτίρια που κάποτε, λίγο πριν, λίγο μετά τη δεκαετία του ’20, είχαν φιλοξενήσει στα σπλάχνα τους τους νεόκοπους εκπροσώπους της αστικής τάξης.
Στρατιωτικά είδη σε τιμή ευκαιρίας, βιβλία μεταχειρισμένα, δίσκοι βινυλίου ταλαιπωρημένοι, κειμήλια από τις πάλαι ποτέ ένδοξες σοσιαλιστικές δημοκρατίες ζητούν την προσοχή των περαστικών. Πολλοί κοιτάζουν, λιγότεροι ενδιαφέρονται, ελάχιστοι αγοράζουν.
Η πλατεία στο Μοναστηράκι είναι ο αφαλός του κόσμου. Σαν να έχει στηθεί, να έχει επανιδρυθεί η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή η Ρωμαϊκή, ακόμα ακόμα και η Οθωμανική. Πολίτες φερμένοι από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη συγχρωτίζονται, θέλοντας να αφήσουν πίσω τους λάθη και πάθη.
Αυτός είναι και ο δικός του τόπος συνάντησης. Εκεί τον περιμένει. Αυτή η όμορφη Κενυάτισσα που γνώρισε χθες το βράδυ στην Κυψέλη. Τη βλέπει από μακριά, μια οπτασία που θαρρείς και κρύβει το σταυροδρόμι των λαών, στη συμβολή των οδών Ερμού και Αθηνάς, και επιταχύνει το βήμα του. Είναι ανυπόμονος. Βεβαιώνεται πως η προπληρωμένη τραπεζική κάρτα, φορτωμένη με τα υπολείμματα του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης, είναι στην μπροστινή τσέπη του πουκαμίσου του.
Με τα κουτσά και στραβά αγγλικά τους καταφέρνουν να συνεννοηθούν. Περνούν απέναντι, εκείνος κάνει πρώτος την κίνηση και γλιστράει την παλάμη του μέσα στη δική της. Χάνονται μέσα στα στενά του Ψυρρή. «Ξέρω ένα πολύ καλό μέρος», λέει στα αγγλικά και, περνώντας την πλατεία Ηρώων, κατηφορίζουν την οδό Τάκη μέχρι να συναντήσουν τη Ναυάρχου Αποστόλη και να καθίσουν στις τσίγκινες πράσινες καρέκλες του καφενείου «Ηβη». «You are beautiful», της λέει. Εκείνη χαμογελάει. «Like Athens», αποκρίνεται, την ώρα που εκείνος νιώθει να τυλίγεται από ένα αίσθημα αγαλλίασης. Συμφωνεί νεύοντας καταφατικά την ώρα που παραγγέλνει τα πρώτα ούζα στον Στράτο. Υποκλίνεται θεατρικά. «Στις διαταγές σας, κύριε, στη διάθεσή σας, όμορφή μου κυρία», λέει, κοιτάζοντας προς το βάθος της οδού Ηβης.