Είσαι στην Κέρκυρα, καλοκαίρι του 1992. Ανοιξε το παράθυρο και πες μου τι βλέπεις. Οχι, είναι απόγευμα και περιμένω να ξυπνήσουν όλοι, πρέπει να κάνω ησυχία, μου λέει βαριεστημένα η δεκαεπτάχρονη με τη λακ στα μαλλιά. Φοράει ένα κόκκινο σορτσάκι και ένα λευκό T-shirt ποτισμένο στο αλάτι.
Με αυτό κολύμπησε το πρωί για να μην καεί ξανά από τον ήλιο στους ώμους της, αλλά δεν το έβγαλε, και έτσι στέγνωσε πάνω της. Κολυμπώντας είχαν πάει στη διπλανή παραλία με τα ξαδέλφια της και μετά τις βουτιές πείνασαν και έσπασαν πάτελες να φάνε από τους βράχους.
Τα χείλια μου γεύτηκαν ξαφνικά θαλασσινό νερό. Βλέπω ελιές και ουρανό, συνεχίζει, και τον ήλιο να βασιλεύει. Περιμένω να πάρει πάλι ζωή ο Αλαδάς, μα πώς μπορούν και κοιμούνται το μεσημέρι όλοι τους; Δεν έχει ησυχία, ο μπαμπάς μού λέει ότι, αν εστιάσεις στα τζιτζίκια, θα τρελαθείς. Ακόμα το λέει τριάντα ένα χρόνια μετά, της απαντάω, είμαστε ευλογημένοι.
Δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει, παρά με κοιτάει ζητώντας συνωμοτικά την αποδοχή μου για το τσιγάρο που ανάβει κρυφά. Δεν της τη δίνω. Φυσάει τον καπνό με φόβο, όλο και κάποια θεία από δίπλα θα έχει ξυπνήσει και θα ξεκινά να ποτίζει. Φαίνεται να ονειροπολεί, σκέφτεται το αποψινό βράδυ που θα πάει στο μπαρ της περιοχής με τα ξαδέλφια της. Δεν ξέρω τι να φορέσω, μου λέει με αγωνία, θα της έλεγα ότι δεν είναι και σπουδαία έξοδος,θα βρεθεί σε ωραιότερα μέρη κάποια στιγμή, αλλά το μετανιώνω. Εξάλλου, απόψε θα είναι και εκείνος στο μπαρ.
Μίλα μου, της είπα, προσπαθώντας να μπω λίγο στο ανέμελο μυαλό της. Ενώ κατάφερα να σπάσω τους νόμους του αδάμαστου χρόνου, νιώθω την επιφύλαξή της, δεν της αρέσω. Εχω πολλά να σου πω, συνεχίζω να επιμένω εγώ, προσπαθώντας να της πιάσω κουβέντα, αλλά μάταια.Θέλεις να πάμε μέχρι την Πόρτα, το χωριό της μαμάς; Να περπατήσουμε μέχρι την εκκλησία την αγία; Να δούμε τη γιαγιά; Εχω δεκαπέντε χρόνια να της μιλήσω.
Οχι, πάμε στο Σέλωμα, μου λέει και ξαφνικά βρισκόμαστε εκεί όπου φυσάει τόσο δυνατά ώστε παίρνει όλες σου τις σκέψεις. Εκεί όπου αν κάποιος ψάξει θα βρει χαμένα τραπουλόχαρτα από μπιρίμπες του καλοκαιριού που έληξαν άδοξα. Θυμάσαι τον κώδικα που είχαμε επινοήσει για να κλέβουμε;
Εδώ είναι και η πορτοκαλιά, της λέω πνιχτά, το ευφάνταστο διαστημόπλοιό μας, θυμάσαι; Πλησιάζω το δέντρο και αυτό μου αντηχεί φωνές για διαπλανητικές μάχες. Σε μερικά χρόνια θα το κόψουν και θα το αναπολείς. Θα εύχεσαι να ανέβαινες, για ακόμα μια φορά, και ας μάτωνες στις γάμπες, τέτοια της λέω, όσο πιο βαθυστόχαστα μπορώ, αλλά γυρίζει την πλάτη της αδιάφορα. Το βλέμμα της φεύγει στον μπλε ουρανό, ανάμεσα από τα δέντρα και στα αραγμένα γιοτ στο μόλο που μπορεί να διακρίνει πέρα κάτω στην πλαγιά. Μια μέρα θα αποκτήσει ένα τόσο μεγάλο σκάφος, σκέφτεται, να ταξιδεύει σε όλο το Ιόνιο.
Δεν νομίζω, σου αρέσει η πολυτέλεια, αλλά θα αλλάξεις γούστα σύντομα.
Με τη βελόνα του πικάπ: Κύκλοι τραγουδιών της Λίνας Νικολακοπούλου στο Major Seven
«Δεν θα φάτε πριν φύγετε;» τους φωνάζουν οι γονείς τους, όμως ήδη κατηφορίζουν το μονοπάτι, και εκείνη μαζί, προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω σε κάτι πανύψηλες γόβες. Καθώς λιγοστεύει το φως και έχει πια σουρουπώσει, μπαίνω απότομα μέσα της και κάνω κατάληψη.
Είναι μέσα Αυγούστου και οι τουρίστες αρχίζουν να αραιώνουν επιτέλους. Πλησιάζουμε όλα τα ξαδέλφια το μοναδικό παραθαλάσσιο μπαρ της περιοχής, απλωνόμαστε σαν να μας ανήκει και ζητάμε τo τιμημένο ποτό του σογιού, τα πέντε άσπρα. Βότκα, τεκίλα, τζιν, τριπλ σεκ και ρούμι. Απόψε πέφτουν οι Περσείδες, φωνάζουμε. Στον κομήτη Σουίφτ-Τατλ λοιπόν, λέμε και σηκώνουμε όλοι τα ποτήρια ψηλά. Νιώθω το κάψιμο από το ποτό στο λαιμό μου σαν να είναι η πρώτη φορά και κάτι σαν να θρυμματίζεται μέσα μου, η τωρινή προσωπικότητά μου διαλύεται και αρχίζω να χορεύω. Θα έβαζα τα κλάματα από ευτυχία, αλλά όχι, συγκρατούμαι, είμαι δεκαεπτά χρόνων, δεν έχω κανένα λόγο να κλάψω.
Είναι και εκείνος εδώ. Με πλησιάζει και αρχίζει να χορεύει κοντά μου. Την ακούω μέσα μου να ουρλιάζει: Μίλα του! Μίλα του! Το σώμα μου τον ακουμπά πάνω στο χορό, οι κινήσεις των χεριών μου είναι πιο απλωτές, αγκαλιαζόμαστε όλοι και εγώ βρίσκομαι δίπλα του, καθόλου τυχαία.
Αναφωνώ θεατρικά και δυνατά: «Τι ζέστη!» για να με ακούσει και με ακούει, έχει και πολλή υγρασία, μου απαντά και αρχίζει να με φυσάει στο αφτί, τα χείλια του ακουμπάνε στο δέρμα μου και εγώ του χαμογελάω, ακτινοβολώ μια σαγήνη γύρω μου μόνο για αυτόν, ναι, ξέρω έχεις τρελαθεί που δεν σε αφήνω να πάρεις τα ηνία, μη φωνάζεις, θα του πω «ναι» αυτή τη φορά σε ό,τι μου προτείνει, ήταν λάθος μου που είχα αρνηθεί μια βόλτα με τη μηχανή του. Δεν πρόκειται να σε σταματήσω, θα το ζήσεις.
Επιταχύνουμε για να φύγουμε από το χωριό, για να μη μας δουν και ρωτήσουν «ποιανού είσαι εσύ;», τον κρατάω σφιχτά από τη μέση, ενώ κλείνω τα μάτια μου στις στροφές. Θα της παραχωρήσω το σώμα της σε λίγο -δεν με έχει ανάγκη για τίποτα άλλωστε-, όλες οι επιλογές είναι δικές της, η ευτυχία της και η δυστυχία της.
Σταματάει τη μηχανή σε μια στροφή λίγο πριν από τη διπλανή παραλία, την Κερασιά. Περπατάμε στο σκοτάδι και μιλάμε χαμηλόφωνα. Τα αφτιά μας έχουν ηρεμήσει από τις μουσικές. Ξαπλώνουμε στην άμμο, οι Περσείδες έχουν αρχίσει τη βροχή τους και εκείνος περνάει απαλά το χέρι του πάνω από το κεφάλι μου και με φέρνει κοντά του. O αστερισμός του Περσέα είναι ένας γυμνός νέος που φοράει φτερωτά σανδάλια, κάποια στιγμή θα διαβάσεις γι’ αυτόν, της απευθύνομαι.
Εκείνη διαμαρτύρεται. Εχεις ξεχάσει πώς είναι να συνταράσσεσαι από ένα πρωτόγνωρο πάθος. Μη σκέφτεσαι, με αποστομώνει. Δεν είναι η θέση μου πια μαζί της και επανέρχομαι απότομα στο σήμερα, στην απαιτητική συνθήκη της πραγματικότητάς μου. Φεύγω, της φωνάζω, ζήσε όπως θέλεις τη ζωή σου, κάνε γυμνή κολύμπι στη θάλασσα μαζί του, γύρνα σπίτι το πρωί, δεν θα σε μαλώσουν πολύ, γέμισέ με, μπορείς, με πολλές αναμνήσεις.
Της Ντίνας Σαρακηνού
(*) H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr και πρόεδρος του PEN Greece.
Ειδήσεις σήμερα
Ανάλυση: Η «μετάφραση» της Συνόδου της Αθήνας – Τι κέρδισε η Ελλάδα και σε ποιους τομείς
Ενοίκια: Ποιες αυξήσεις θεωρούνται καταχρηστικές [πίνακας]