Γράφει ο Κώστας Χρήστου
Την πρώτη φορά που συζητήσαμε με τον Ηλία Αναστασιάδη για το βιβλίο του, ήταν το περασμένο καλοκαίρι σε ένα μπαρ στο Μοναστηράκι. «Είναι δύσκολο να γράφεις μία δική σου αληθινή ιστορία. Φέρνει πίσω μνήμες και σε αποσυντονίζει. Αλλά στο τέλος της ημέρας ξέρεις πως έχεις έρθει λίγο πιο κοντά στο στόχο» είχε σχολιάσει τότε. Η «Δευτέρα», το πρώτο βιβλίο του Ηλία Αναστασιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Keybooks, δεν μαρτυρά μόνο την προσπάθεια ενός ανθρώπου να ξεφύγει από τα δεσμά του τζόγου. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι ένα βιβλίο που προσφέρει μία Δεύτερη ευκαιρία στον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί.
Θα μπορούσε να υπάρχει ένα ολόκληρο, ξεχωριστό κείμενο για την μέχρι τώρα πορεία του Ηλία Αναστασιάδη. Ένα κείμενο που να αναφέρει το πέρασμα του από τον περιοδικό τύπο, την μετάβαση στις ιστοσελίδες αλλά και μία μεγάλη παρουσίαση για όλα όσα έχει γράψει μέχρι σήμερα που τον καθιστούν έναν από τους καλύτερους γραφιάδες της γενιάς του. Αυτό εδώ ωστόσο, είναι κάτι άλλο. Είναι μία κατάθεση ψυχής από έναν απλό καθημερινό άνθρωπο, που δεν θεώρησε τον εαυτό του ως κάτι ξεχωριστό, ψαγμένο ή ιδιαίτερο. Τον θεώρησε απλά εξαρτημένο. Και οι ομορφότερες και πιο αληθινές ιστορίες, γράφονται από τους ανθρώπους που δεν κρύβουν ούτε ένα αληθινό γεγονός. Που δεν ντρέπονται. Που όταν μοιράζονται κάτι, το μοιράζονται με όλο του το «είναι».
Βρετανικό Μουσείο στον ΕΤ: Εποικοδομητικές οι συζητήσεις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Ο Ηλίας Αναστασιάδης δεν μοιράζεται όμως απλά μία δύσκολη εποχή από την ζωή του. Δεν είναι μόνο οι ζωντανές περιγραφές του από τις συνεδρίες και τις γνωριμίες με τους άλλους εξαρτημένους. Δεν είναι μόνο η βήμα προς βήμα αντιμετώπιση του σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον τζόγο. Το κυριότερο κομμάτι που σε κρατάει κρεμασμένο από την κάθε κορυφή της σελίδας, είναι όλες αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που αδυνατούμε να καταλάβουμε από την ζωή ενός εξαρτημένου. Το πώς αλλάζει η επαφή του με την οικογένεια του και τους τριγύρω ανθρώπους. Στο ποια είναι τα συναισθήματα του μία Δευτέρα πρωί, οπού μετά τις συνεδρίες πρέπει να εργαστεί στη δουλειά του. Η σχέση του με τις γυναίκες αλλά και με τους προσωπικούς δαίμονες που δεν φεύγουν τη νύχτα επειδή, απλά, έσβησες το φως. Αυτές τις μικρές αλλά και συνάμα τεράστιες πινελιές, ο Ηλίας Αναστασιάδης τις περιγράφει με τόσο ζωντανό και γλαφυρό τρόπο, σε σημείο που δεν σκέφτεσαι ότι διαβάζεις διήγημα, αλλά το καλά φυλαγμένο του ημερολόγιο που βρίσκεται κλειδαμπαρωμένο στο συρτάρι του σπιτιού. Και όλα αυτά, είναι ο λόγος που δεν το κάνουν «ένα ακόμα βιβλίο με μία αληθινή ιστορία». Πιο συγκεκριμένα, το πέρασμα του Ηλία Αναστασιάδη από τον περιοδικό Τύπο, είναι για μένα ο κύριος λόγος για αυτή την τολμηρή και μακριά από τα κλισέ προσέγγιση , που συναντάει κανείς σε κάθε πρόταση του. Είναι ένα μεγάλο καλογραμμένο κείμενο, που στο τέλος της ημέρας θα μπορούσε να μιλά για σένα. Για τους δικούς σου δαίμονες.
Γιατί αυτό είναι η «Δευτέρα». Δεν είναι ένα μανιφέστο για τον τζόγο. Θα μπορούσε να ήταν για το ποτό. Ή τα ναρκωτικά. Ή το πορνό. Ή οτιδήποτε άλλο γονατίζει τους ανθρώπους. Περισσότερο από όλα, είναι μία Δεύτερη ευκαιρία. Ένα βιβλίο που θα σε κάνει να αναρωτηθείς αν πράγματι αντιμετωπίζεις τα προβλήματα κατάματα, ή απλά αν προτιμάς να τα σπρώχνεις με το παπούτσι κάτω από το χαλί. Ο Ηλίας Αναστασιάδης, αντιθέτως, έσπρωξε τις σκέψεις του και τα βιώματα του σε αυτό το υπέροχο βιβλίο, που είναι η πιο ουσιαστική συμβουλή που θα μπορούσε να σου δώσει ένας καλός φίλος για τον εθισμό σου.
Ένα βιβλίο που μας μίλησε για τον συγγραφέα του, αλλά κυρίως για τον ίδιο μας τον εαυτό. Και κάπου εκεί ανάμεσα, νομίζω πως αυτό ήταν το ζητούμενο και για τον Ηλία, όταν κράτησε για πρώτη φορά το «παιδί» του τυπωμένο στα χέρια του.
Μετά από αυτό, καμία Δευτέρα δεν ήταν ποτέ ίδια. Και δεν θα είναι ποτέ ξανά.