Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
– Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά αν είναι έτσι όπως τα λες. Είναι καλύτερα να φυλάγεσαι. Θα το συζητήσουμε στην υπηρεσία. Αν κριθεί αναγκαίο θα τοποθετηθεί πάνω σου κάποιος φύλακας άγγελος που θα σ’ ακολουθεί μέρα και νύχτα.
Μόλις είπε αυτά τα λόγια ο τετράγωνος τύπος καβάλησε τη μηχανή του και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ο Αλέξανδρος, πριν ανέβει στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, άναψε τσιγάρο για να ανακεφαλαιώσει μέσα του όσα είχαν ειπωθεί στο ραντεβού με τον αστυνομικό της Κρατικής Ασφάλειας. Ο Αλέξανδρος είχε μόλις προειδοποιήσει την Κρατική Ασφάλεια πως ο διαβόητος από τον πόλεμο της Συρίας, μουτζαχεντίν της Αλ Νούσρα, Αμπου Μοχαμάντ, βρισκόταν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα έχοντας περάσει ως πρόσφυγας από τη Λέσβο. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε πιθανό ο Αμπου Μοχαμάντ να ετοιμάζει κάποιο χτύπημα στρατολογώντας μαχητές ανάμεσα στις τάξεις των μεταναστών. Ο αστυνομικός είχε αξιολογήσει τις πληροφορίες αυτές ως πολύ σημαντικές. Και οι δυο τους έπειτα από συζήτηση είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κέντρο φιλοξενίας μεταναστών που βρισκόταν στην οδό Κάνινγκ στα Εξάρχεια ήταν το σημείο που οι Αρχές θα έπρεπε να επικεντρωθούν για την ανακάλυψη κάποιου πιθανού πυρήνα, καθώς ήταν γνωστό τόσο στην Κρατική Ασφάλεια όσο και στην Αντιτρομοκρατική ότι κουμάντο σε αυτό το hotspot έκαναν κάποιοι στελέχη του εγχώριου αντάρτικου πόλεων. Ο Αλέξανδρος ήθελε να πετύχει την αφύπνιση των αρχών ασφαλείας της χώρας σχετικά με αυτή την επικίνδυνη όσμωση. Πέταξε το τσιγάρο και κοίταξε τη μηχανή του για μια φορά ακόμα. Υστερα άνοιξε την πόρτα της εισόδου, πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο. Η Μαρία τον περίμενε στην πόρτα, του άνοιξε κι αμέσως χύθηκε στην αγκαλιά του. Τα δίδυμα κοιμούνταν σαν αγγελούδια στο καροτσάκι τους μπροστά στην τηλεόραση. Ο Αλέξανδρος και η Μαρία στάθηκαν από πάνω τους κοιτώντας με λατρεία τον καρπό του έρωτά τους. Πέντε χρόνια γάμου, αλλά μαζί ήταν και οι δύο από την εποχή που ακόμα πήγαιναν σχολείο. Μια ζωή σχεδόν και όμως ακόμα ερωτευμένοι.
– Κοιμούνται, είπε η Μαρία, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
Είχαν να μείνουν μόνοι τους πολύ καιρό. Ο Αλέξανδρος της απάντησε κι εκείνος με ένα κλείσιμο του ματιού. Η Μαρία τον πήρε από το χέρι και κατευθύνθηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Μόλις έμειναν μόνοι τους έσβησαν το φως και παραδόθηκαν ψυχή και σώμα σε έναν έρωτα παθιασμένο και παράξενα απελπισμένο, λες και όλη τους η ζωή εξαρτιόταν από κείνες μόνο τις στιγμές. Υστερα ο Αλέξανδρος άναψε τσιγάρο. Η Μαρία δεν κάπνιζε. Γύρισε μπρούμυτα, στηρίχτηκε στους αγκώνες της και βάλθηκε να κοιτάζει τον άνδρα της. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στις τρίχες του στέρνου του καθώς τον χάιδευε κοιτώντας τον με αφοσίωση. Ξαφνικά το πρόσωπό της συννέφιασε.
– Αλέξανδρε…
Εκείνος, αναγνωρίζοντας την ανησυχία στον τόνο της φωνής της, γύρισε το πρόσωπό του και την κοίταξε. Ηξερε τι θα του έλεγε παρακάτω.
– Είχαμε πάλι αυτό το τηλεφώνημα…
17 Νοεμβρίου 1973: Τα τραγούδια που συνδέθηκαν με την Εξέγερση του Πολυτεχνείου [βίντεο]
Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει τίποτα. Ηξερε. Εδώ και ένα μήνα δεχόταν, καθημερινά σχεδόν, απειλητικά τηλεφωνήματα πότε στο κινητό του και πότε στο σπίτι. Η ίδια πάντα μεταλλική φωνή, τα ίδια πάντα λόγια. Μια προειδοποίηση μόνο: Σταμάτα, γιατί θα το φας το κεφάλι σου. Αλλά δεν σταματούσε. Εσβησε το τσιγάρο του σε ένα τασάκι δίπλα στο κομοδίνο, πέταξε το σεντόνι από πάνω του και σηκώθηκε βάζοντας ταυτόχρονα το μποξεράκι του. Γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα του με όση τρυφερότητα μπορεί να αποτυπωθεί στο βλέμμα ενός άνδρα που αγαπάει μια γυναίκα.
– Μην ανησυχείς, της είπε. Ολα θα πάνε καλά.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε ο συναγερμός της μοτοσικλέτας του.
– Να πάρει η ευχή. Θα σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι. Πάω να τον κλείσω κι έρχομαι.
Ο Αλέξανδρος φόρεσε όπως όπως ένα τζιν και ένα μακό και έτρεξε προς το ασανσέρ. Για κάποιο άγνωστο λόγο κοίταξε το ρολόι του. Εδειχνε 02.30. Πριν ανοίξει την πόρτα της εισόδου ένιωσε ένα περίεργο σφίξιμο στην καρδιά, λες και κάποιο ατσάλινο χέρι είχε γραπώσει εκείνο το μηχανάκι που χτυπούσε πιστότατα σαράντα χρόνια τώρα. Λένε πως ο θάνατος πάντοτε προειδοποιεί με κάποιον τρόπο. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό είναι αλήθεια ή απλώς ένας θρύλος. Το βέβαιο πάντως είναι ότι και αν ακόμα πέταξε κάπου εκεί δίπλα ο άγγελος του θανάτου, ο Αλέξανδρος δεν αντιλήφθηκε το φτερούγισμά του. Και άνοιξε την πόρτα αμέριμνος, έχοντας ξεχάσει τα απειλητικά τηλεφωνήματα και έχοντας αφήσει το πιστόλι του να κουρνιάζει στο μοτοσικλετιστικό τζάκετ που φορούσε. Οχι βέβαια πως θα μπορούσε κείνο το 9άρι Glock να αλλάξει κάτι στο σενάριο που είχε ήδη γραφτεί… Μόλις ο Αλέξανδρος έστριψε δεξιά από την πόρτα της εισόδου για να προσεγγίσει το σημείο που είχε παρκάρει τη μηχανή, δύο καλάσνικοφ ξέρασαν φωτιά και θάνατο. Το κορμί του Αλέξανδρου χόρεψε για κάμποσα δευτερόλεπτα στον ανελέητο ρυθμό των βολίδων και ύστερα σωριάστηκε κομματιασμένο. Η βαλλιστική έρευνα κατάφερε να ταυτοποιήσει τα Ακ 47. Τα δύο όπλα είχαν χρησιμοποιηθεί σε επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων στην Αγία Παρασκευή και στα Εξάρχεια και στη δολοφονική απόπειρα εναντίον του αρχιφύλακα των ΜΑΤ Τάσου Πανταζή. Την ευθύνη για τη δολοφονία του Αλέξανδρου ανέλαβε με προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η οργάνωση Επαναστατική Πάλη. Ο Υύπος και η τηλεόραση συζητούσαν για μέρες την υπόθεση, τελικά όμως ο φάκελος της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γκώνια κατέληξε στους «άθαφτους νεκρούς». Ετσι αποκαλούν στην ειδική ορολογία της Ασφάλειας τις υποθέσεις που κλείνουν χωρίς ποτέ να βρεθεί ο ένοχος…
Who is Who-Γιώργος Σταφυλάς: Ο Γιώργος Σταφυλάς γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο εξωτερικό και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εχει εκδώσει τρία αστυνομικά μυθιστορήματα: Η Συγκάλυψη (Οσελότος 2018), Το κύκλωμα (Οστρια 2019), Προσωπική υπόθεση (Οστρια 2020).
Το Σάββατο : Ο Ανθρωπος με τα μαύρα – Εγκλημα στην Πλάκα – Του Κώστα Στοφόρου
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr