Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
«Είσαι καλά;», τον ρώτησα ανήσυχος.
«Τέτοια ομοιότητα;», αναρωτήθηκε.
«Σου θυμίζει κάποια;».
«Λες να ήρθε να με βρει;…».
«Κάτσε, παράγγειλε ούζο να μυρίσω λίγο και θα σου τα πω».
«Ταξίδευα μ’ ένα γκαζάδικο, τον “ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΙΙ”. Ο εφοπλιστής είχε κόλλημα με τον Μέγα Αλέξανδρο κι έδινε στα βαπόρια του όλο τέτοια ονόματα. Ημουνα χαρούμενος γιατί θα πιάναμε Σάο Πάολο. Εκεί είχα τότε την πιο όμορφη γυναίκα. Μιγάδα. Ιδια μ’ αυτή. Σαν δυο σταγόνες θάλασσα. Είναι να απορείς πώς ο Θεός έριξε μια τέτοια ομορφιά μέσα σε τόση φτώχεια. Εμενε σ’ ένα κιλόμπο (1) κοντά στο λιμάνι.
Πάω φορτωμένος με τα δώρα μου και τη βρίσκω μ’ έναν Πορτογάλο. Με κοίταξε λες κι ήμουνα σκουπίδι. Μου δείχνει ένα κοριτσάκι και μου λέει:
“Η κόρη σου. Αμα θες, παρ’ τη μαζί σου”.
Κόκαλο εγώ. Το μικρό ήτανε ίδια αυτή.
“Και πού το ξέρω αν είναι δικιά μου;”, ρωτάω.
“Δικιά σου είναι. Αν δεν τη θες, παράτα μας και φύγε”.
Ετσι όπως με κοίταγε το μικρό άπλωσε τα χεράκια του. Το σήκωσα αγκαλιά και είδα το σημάδι. Ιδιο με το δικό μου, που το ’χω εκ γενετής στον ώμο. Αυτό. Οι παλιοί το λέγανε φιλί του αγγέλου.
Θόλωσα. Εσκασε μέσα μου δυναμίτης και με σμπαράλιασε. Αφησα κάτω το παιδί και πήγα κι έγινα στουπί. Το άλλο μεσημέρι πάω για να τα βρούμε. Αφού είχε το σημάδι και ήτανε καταπώς φαίνεται δικό μου, πώς να το πάρω έτσι, χωρίς τη μάνα του. Ας ερχόταν κι αυτή μαζί. Θα μίλαγα στον καπετάνιο, για να μ’ αφήσει να ξεμπαρκάρω, να τις φέρω εδώ και μετά να πάω πάλι να βρω το βαπόρι εκεί που θα ’ταν. Τόσο μου ’κοβε. Μόλις της τα ’πα, αυτή άρχισε να γελάει σαν υστερικιά, να με βρίζει και να με κοροϊδεύει. Βγαίνει κι ο Πορτογάλος από την κρεβατοκάμαρα με ένα στιλέτο. Ητανε κοντός και στραβοκάνης. Του χεριού μου. Βουτάω ένα κουζινομάχαιρο και του νεύω να κοπιάσει. Και κόπιασε, ο μαλάκας. Πήρε φόρα, σκόνταψε, κι όπως έπεφτε μπρούμυτα, τον έκοψα μια στον ώμο. Εδώ, του έπιασα φλέβα στο λαιμό. Πέφτει χάμω μες στα αίματα. Αυτή νόμισε ότι τον έσφαξα για τα καλά. Το αίμα σιντριβάνι. Την πιάνει μια τρέλα κι ορμάει να μου βγάλει τα μάτια. Μέσα στη σαστιμάρα μου, μένω ακίνητος, κι όπως κρατάω έτσι το μαχαίρι, καρφώνει την κοιλιά της πάνω του. Αφήνω το μαχαίρι, κι αυτή λιγοθυμάει.
Στο μεταξύ μπουκάρουνε οι γείτονες. Μ’ αρπάζουνε, με δένουνε, με κάνουνε μαύρο κι ασήκωτο και μετά φωνάζουνε τους μπάτσους. Μέχρι να ’ρθουνε αυτοί ο Πορτογάλος, σάλεψε. Σηκώνεται ο Πορτογάλος το σκυλί και πάει να με σφάξει δεμένο. Τον κράτησαν, ευτυχώς. Ακουσε για τους μπάτσους και την κοπάνησε. Κι οι γείτονες αρπάξανε ό,τι βρήκανε και σκορπίσανε.
Με πάνε στο τμήμα δεμένο. Ο,τι λεφτά είχα πάνω μου για να της αφήσω, τα δίνω για ένα τηλεφώνημα στο προξενείο. Αυτοί ειδοποίησαν τον καπετάνιο. Ηρθε καλό απόγευμα. Ηταν -καλή του ώρα!- άντρακλας μέχρι κει πάνω. Με ρώτησε αν έκανα αυτά που λέγανε. Του είπα την αλήθεια:
“Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα, δεν είμαι σίγουρος”.
Αρχισε να με βρίζει. Είχε ένα στόμα… Παναγία, βόηθα! Καλύτερα να σε πλάκωνε στις ανάποδες παρά να σε έπιανε στο βρισίδι.
Μιλιά εγώ. Χεσμένος.
Μη σ’ τα πολυλογώ, ζητάει ο καπετάνιος το διοικητή. Τα λένε οι δυο τους για καμιά ώρα. Φεύγοντας, πάει να μου ρίξει ανάποδη. Τα μάτια του βγάζανε σπίθες.
“Μη βγάλεις άχνα, τομάρι. Ο,τι σου πει αύριο ο δικηγόρος. Τα άλλα θα τα βρούμε άμα σπατσάρεις”.
Δεν με κλείσανε σε κελί. Με ταΐσανε καλά και με κλειδώσανε σ’ ένα γραφείο. Μάτι δεν έκλεισα. Φοβόμουνα ότι δεν θα το γλίτωνα το Καραντιρού. Ητανε τότε η μεγαλύτερη φυλακή της Βραζιλίας. Κοντά στο Σάο Πάολο. Μπροστά της η Κόλαση ήτανε Παράδεισος.
Στις δώδεκα ήρθε ένας μυστήριος λιμοκοντόρος με μια μούρη σαν πατσαβούρα: ο δικηγόρος. Μου ’φερε καθαρά ρούχα γιατί θα πηγαίναμε στον εισαγγελέα. Μας βάζουνε σ’ ένα περιπολικό. Πίσω εγώ με τις χειροπέδες, ανάμεσα σε δύο, μπροστά ο λιμοκοντόρος. Φτάνουμε στα δικαστήρια, κι έτσι όπως ανεβαίνουμε τις σκάλες, χάνονται οι μπάτσοι. Με τραβάει ο δικηγόρος πίσω από μια κολόνα, μου λύνει τις χειροπέδες, κατεβαίνουμε και μπαίνουμε σ’ άλλο αυτοκίνητο. Χωρίς καρούμπαλο. Ο οδηγός μού λέει να σκύψω. Κάνει κάτι γύρους και ύστερα από κάμποση ώρα σταματάει. Ο δικηγόρος με σκουντάει να του δίνω. Κοιτάζω, ήμασταν μπροστά από το βαπόρι. Βγαίνω, ανεβαίνω με την ψυχή στο στόμα, μ’ αρπάζει ο λοστρόμος και με κλείνει μπαλαούρο στη σεντίνα(2). Πάνω στο μισάωρο το βαπόρι τραντάχτηκε. Βγήκα στον αέρα όταν πιάσαμε ωκεανό.
Φτηνά τη σάλταρα. Για να ξεχρεώσω έκανα μπρος πίσω το γύρο του κόσμου κι έφαγα δυο τρεις τυφώνες άμισθος».
«Τα έχεις πει αυτά πουθενά;».
«Στη θεια σου; Μη σου ξεφύγει κι έχουμε άλλα. Λογοδοσμένοι ήμασταν… Ωχ, φεύγει! Κάνε μου τη χάρη να σε χαρώ. Για να μου φύγει η ιδέα. Πρόλαβέ την μπας κι έχει το φιλί του αγγέλου κι έχουμε άλλα!».
Τι να κάνω, έτρεξα, την πρόλαβα. Από όποια γωνία κι αν κοίταξα τους ώμους της, φιλί του αγγέλου δεν είδα. Μόνο την ίδια να πέφτει στην αγκαλιά ενός ξανθού και να μιλάνε ιταλικά. Και να το ’βλεπα, όμως, θα του το ’λεγα;
Γύρισα στον «Κουτσό Γλάρο». Αφαντος ο θείος Π. Εκανα νόημα στο σερβιτόρο.
«Περασμένες δώδεκα. Αύριο πάλι».
Who is Who-Ιερώνυμος Λύκαρης
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Ιερώνυμος Λύκαρης πρωτοεμφανίστηκε στην αστυνομική λογοτεχνία στον δεύτερο τόμο των Ελληνικών Εγκλημάτων (2008) με το διήγημα «Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους». Το τελευταίο του μυθιστόρημα (2019) «Η εκδίκηση του Ναζωραίου» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ: Ανδρέας Μιχαηλίδης, Το Μπουγαδοκόφινο
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr