Γράφει ο Χάρης Αποστολόπουλος
Μπορεί δυστυχώς μεγάλη μερίδα ανθρώπων να τις βλέπει σαν μέσο εντυπωσιασμού και ενίσχυσης της σωματικής δύναμης και διάπλασης, ωστόσο ο σκοπός (σχεδόν) κάθε πολεμικής τέχνης δεν είναι κάτι τόσο ιδιοτελές και ματαιόδοξο. Εκτός από την αυτοάμυνα και τη σωματική ευρωστία που προσφέρουν απλόχερα, έχουν μεγάλο όγκο γνώσεων και αυτό είναι που τις κάνει ιδιαίτερα ελκυστικές. Η πραότητα και η ψυχική ηρεμία, η αυτοσυγκέντρωση, η αλλαγή στον τρόπο ζωής και η εξερεύνηση των ατομικών ορίων είναι μερικά στοιχεία από ένα πλήρες πακέτο που προσφέρει οποιαδήποτε σοβαρή πολεμική τέχνη. Το γεγονός ότι πρόκειται για σπουδή η οποία διαρκεί μια ζωή είναι ισχυρό κίνητρο για το σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται μια σωστή επένδυση του ελεύθερου χρόνου του.
Όσο κι αν οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους και οι ανθρώπινες ανησυχίες, η ανάγκη ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων να εντρυφεί στις πολεμικές τέχνες παραμένει προαιώνια. Για το λόγο αυτό, οι πολεμικές τέχνες διαρκώς εξελίσσονται και προκύπτουν συχνά νέα είδη –συχνά και συνδυαστικά- που συνυπάρχουν αρμονικά προσφέροντας το ένα στο άλλο τεχνικές ή εθιμοτυπίες. Συνεπώς, υπάρχουν τόσο οι λεγόμενες «κλασικές» πολεμικές τέχνες όσο και οι πιο μοντέρνες, που συνδυάζουν συνήθως στοιχεία από τις προκατόχους τους, προσφέροντας μια εκπληκτική ποικιλία στον επίδοξο μαθητή τους.
Στο σημερινό τεύχος του EThe Magazine του EleftherosTypos.gr, επιχειρήσαμε να καταγράψουμε και να αναλύσουμε συνοπτικά τις Χ πολεμικές τέχνες που κυριαρχούν στον 21ο αιώνα, ώστε έκαστος να επιλέξει ποια είναι αυτή που του ταιριάζει με βάση την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του.
Καράτε
Πιθανότατα η πιο διάσημη πολεμική τέχνη στον κόσμο, το καράτε αποτελεί το πιο διάσημο ίσως εξαγώγιμο προϊόν της ιαπωνικής κουλτούρας παρόλο που, κυριολεκτικά μιλώντας, δεν προέρχεται από την κυρίως Ιαπωνία αλλά από το σύμπλεγμα νησιών που λέγονται Οκινάουα και που βρίσκονται νότια της χώρας και σε ίση απόσταση από την Κίνα. Στα ιαπωνικά, σημαίνει «γυμνά χέρια», ακριβώς εν αντιθέσει με πολλές άλλες πολεμικές τέχνες δεν χρησιμοποιούνται γάντια ή κάποιο άλλο όπλο. Έχοντας σαφείς επιρροές από τα κινεζικά συστήματα πυγμαχίας (εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο καταχρηστικά καθώς, αντίθετα με την κλασσική πυγμαχία, τόσο στα κινεζικά κουνγκ φου, όσο και στο καράτε, υπάρχουν άφθονα χτυπήματα και με τα πόδια), το καράτε έχει στην Οκινάουα βάθους τουλάχιστον τριών αιώνων (από το δέκατο όγδοο αιώνα) και διδάσκεται ακόμα και σήμερα εκεί σε δεκάδες στιλ και από εκατοντάδες σχολές. Η μορφή του που είναι πιο γνωστή στη Δύση είναι αυτή που έγινε γνωστή στην τη δεκαετία του 1930 από το Φουνακόσι Γκιτσίν (1868-1957) και από κάποιους άλλους δασκάλους από την Οκινάουα που ακολούθησαν την πορεία του από την Οκινάουα ως την Ιαπωνία.
Σήμερα το καράτε χωρίζεται βασικά σε δύο μεγάλα παρακλάδια: στα κλασικά/παραδοσιακά καράτε τα οποία αναπτύχθηκαν είτε στην Ιαπωνία (Σότοκαν , Ουάντο Ρίου), είτε στην Οκινάουα (Γκότζου Ρίου, Σίτο Ρίου, Σόριν Ρίου κ.α.) και τα οποία δίνουν έμφαση στις κατά μόνας φόρμες (κάτα) και στο ελεύθερο παίξιμο ήμι-επαφής (semi-contact) και στα πιο σύγχρονα καράτε (όπως το Κιόκουσιν-κάι και διάφορες παραλλαγές που αναπτύχθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ) τα οποία δίνουν έμφαση στους αγώνες τόσο ήμι-επαφής όσο και πλήρους επαφής (full contact). Χαρακτηριστικό όλων των καράτε είναι η πλειάδα χτυπημάτων με τα χέρια και τα πόδια, ενώ στα συστήματα της Οκινάουα, η άοπλη εξάσκηση συμπληρώνεται και από το λεγόμενο «Οκινάουα κομπούντο» (παλιά πολεμική τέχνη της Οκινάουα) που περιλαμβάνει την εκμάθηση παραδοσιακών όπλων όπως τα νουντσάκου, τα κάμα, τα τόνφα κ.α. Παρά την έλευση πολλών νέων πολεμικών τεχνών, το καράτε (ανεξαρτήτως στιλ) παραμένει γοητευτικό και συγκεντρώνει εκατομμύρια φίλων σε όλον τον κόσμο.
Εξοπλισμός: Λευκή φόρμα τύπου καράτε, προστατευτικός εξοπλισμός (γάντια, θώρακας, κράνος) για όσους ασκούνται στο αγωνιστικό καράτε, όπλα για όσους ασκούνται στα στιλ της Οκινάουα (συνήθως διατίθενται από τη σχολή).
Tae Kwon Do
Με φανερές επιρροές από το καράτε (η σχέση του με το οποίο αποτελεί θέμα για το οποίο ερίζουν ακόμα οι ιστορικοί, γεγονός καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς τις από αιώνες τεταμένες σχέσεις μεταξύ Κορέας και Ιαπωνίας), το ταεκβοντό είναι μια τέχνη που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη άνθιση – κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην άνθιση αυτή έχει συμβάλλει η συμπερίληψή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες από το 2000, όμως η αλήθεια είναι ότι η θεαματική του κινησιολογία και η έμφασή του στον αγωνιστικό τομέα είναι επίσης παράγοντες που έχουν παίξει το ρόλο τους. Την αγωνιστική του υπόσταση, το τάεκβοντο την οφείλει στο ένα του μεγάλο παρακλάδι, αυτό που ελέγχεται από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ταεκβοντό (World Taekwondo Federation/WTF) και στην Ελλάδα από την Ελληνική Ομοσπονδία Ταεκβοντό, ενώ υπάρχει και η λεγόμενη «παραδοσιακή» διάσταση, η οποία δίνει λιγότερη έμφαση στους αγώνες αλλά υπογραμμίζει περισσότερο τις κατά μόνας φόρμες (χιεόνγκ ή πούμσε)· η διάσταση αυτή, διοικείται από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ταεκβοντό (International Taekwon-Do Federation/ITF).
Το κοινό χαρακτηριστικό των δύο μεγάλων στιλ του τάεκβοντο είναι η εκτενής χρήση των τεχνικών ποδιών, ακόμα και στο καθαρά αγωνιστικό κομμάτι της WTF· στο ρεπερτόριο του ταεκβοντό περιλαμβάνονται ακόμα και λακτίσματα που σπάνια βλέπει κανείς σε άλλες πολεμικές τέχνες της Άπω Ανατολής, όπως τα ψηλά ή τα ιπτάμενα λακτίσματα. Η εκτέλεση των τεχνικών αυτών με ιδιαίτερη ταχύτητα είναι και το στοιχείο που κάνει το ταεκβοντό ιδιαίτερα εντυπωσιακό ως θέαμα και του έχει χαρίσει τη μεγάλη του δημοτικότητα, τόσο εντός Κορέας όπου και έχει τον τίτλο του εθνικού αθλήματος, όσο και σε όλον τον κόσμο. Φυσικά ένα τόσο δυναμικό μαχητικό άθλημα/πολεμική τέχνη φαίνεται πιο ελκυστικό στη νεότερη μερίδα του κοινού, εξ ου και η μεγάλη συμμετοχή παιδιών και εφήβων σ’ αυτό, όμως το εύρος των τεχνικών και το βάθος του, τόσο από πλευράς στρατηγικής όσο και από πλευράς θεωρίας/«φιλοσοφίας» κάνουν το ταεκβοντό (και ειδικά το ταεκβοντό της WTF) ενδιαφέρον και για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Εξοπλισμός: Λευκή φόρμα τύπου ταεκβοντό (σακάκι, παντελόνι). Για όσους ασκούνται στο τάεκβοντο της ITF, προστατευτικός εξοπλισμός (θώρακας, κράνος, γάντια). Σε αρκετές σχολές, χρησιμοποιούνται και ίσια ειδικά παπούτσια.
Πυγμαχία
Η πυγμαχία ως άθλημα (δηλαδή, με οργανωμένους αγώνες) αναφέρεται ήδη στον Όμηρο, ενώ σε αρχαίες πηγές βλέπουμε ολυμπιονίκες της πυγμαχίας από τον 7ο αιώνα π.Χ. Η μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα προέρχεται από τη βρετανική της εκδοχή με κανόνες που προέρχονται αρχικά από τον πρωταθλητή Τζακ Μπράουτον (1704-1789) και αργότερα από τον μαρκήσιο του Κουίνσμπερι (1844-1900)· στους κανόνες αυτούς, η πυγμαχία θα στηριχτεί και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και, στην επαγγελματική της μορφή, θα γνωρίσει μεγάλες δόξες από κορυφαίους πυγμάχους όπως οι Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, Μοχάμετ Άλι, Τζέικ Λα Μότα, Σόνι Λίστον κ.α. Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ ερασιτεχνική και επαγγελματικής πυγμαχίας είναι η επιπλέον προστασία των αθλητών, τόσο με επιπλέον προστατευτικό εξοπλισμό (κράνος και ζώνη), όσο και με αυστηρότερους κανονισμούς σε σχέση με το πότε θα σταματήσει ένας αγώνας.
Το άθλημα στηρίζεται στην ικανότητα των δύο αντιπάλων να αντικρούσουν μόνο με τις γροθιές τους ο ένας τον άλλον και να καταφέρουν, με εύστοχα και γερά χτυπήματα, να βγάλουν εκτός μάχης τον αντίπαλό τους, σε αγώνες των τριών μέχρι δεκαπέντε τρίλεπτων γύρων, με μονόλεπτο διάλειμμα μεταξύ τους, σε ένα τετράγωνο ρινγκ με τέσσερα σχοινιά. Μια νίκη στην πυγμαχία δίνεται είτε μέσω τεχνικών σημείων (νικητής είναι ο πυγμάχος που σημείωσε το μεγαλύτερο αριθμό τεχνικά σωστών χτυπημάτων), είτε μέσω εγκατάλειψης ενός από τους δύο αντιπάλους, είτε μέσω απόφασης του διαιτητή (κυρίως για να προστατευθεί ένας αθλητής που έχει τραυματιστεί πολύ), είτε μέσω νοκ-άουτ (αν ένας αθλητής πέσει στο έδαφος και δεν καταφέρει να σηκωθεί μετά από μια μέτρηση ως το δέκα).
Η ερασιτεχνική πυγμαχία στην Ελλάδα εκπροσωπείται από την Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας (ιδρύθηκε το 1951), ενώ σύλλογοι που καλλιεργούν το άθλημα υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι καίτοι παραδοσιακά θεωρείται ανδρικό άθλημα, από το 1988, κερδίζει έδαφος και μεταξύ γυναικών και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου του 2012, η πυγμαχία γυναικών πρόκειται να γίνει και επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα.
Εξοπλισμός: Φόρμα γυμναστικής, σορτς, γάντια (αναλόγως κατηγορίας), προστατευτικές ταινίες που φοριούνται μέσα από τα γάντια (μπαντάζ), προστατευτικό κράνος, προστατευτική μασέλα.
Κουνγκ Φου (Γου Σου)
Ο όρος «γου σου» σημαίνει «πολεμική τέχνη» και περικλείει όλες τις πολεμικές τέχνες που αναπτύχθηκαν στην Κίνα –πρόκειται για το σωστό όρο για αυτό που έγινε ευρύτερα γνωστό στη Δύση ως «κουνγκ φου». Τα στιλ των γου σου/κουνγκ φου διαχωριστούν ως προς την προέλευση (βόρεια και νότια) καθώς και ως προς την έμφαση που δίνουν στην καλλιέργεια της εσωτερικής ενέργειας ή όχι (εσωτερικά και εξωτερικά). Ως προς την προέλευση, η κύρια διαφορά τους είναι ότι στα βόρεια δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα λακτίσματα και τη γρήγορη κίνηση με ροή, ενώ τα νότια βασίζονται ως επί το πλείστον στη δύναμη των χεριών και τα χτυπήματα με αυτά, καθώς και στις στάσεις που δίνουν σταθερή βάση. Ως προς την ενέργεια, τα εξωτερικά είναι παραδοσιακά μαχητικά στιλ με σκοπό την εξάσκηση της δύναμης, της ταχύτητας, της εκρηκτικής δύναμης και της αντοχής, ενώ τα εσωτερικά βασίζονται στην ακρίβεια των κινήσεων, την ισορροπία της ενέργειας και την ανάπτυξη της εσωτερικής ενέργειας με την ονομασία «τσι», που σύμφωνα με τη φιλοσοφία τους ρέει στο σώμα και είναι υπεύθυνη για τη ζωή.
Στη σύγχρονη Κίνα, ωστόσο, η ονομασία γου σου έχει επικρατήσει να αναφέρεται και στο μαχητικό άθλημα που προέρχεται από τις κλασσικές πολεμικές τέχνες. Το αθλητικό γου σου χωρίζεται σε δύο κομμάτια, στο «τάο λου» δηλαδή στις φόρμες και στο «σάντα» ή «σαν σόου», δηλαδή στο ελεύθερο παίξιμο το οποίο περιλαμβάνει χτυπήματα και λακτίσματα αλλά και τεχνικές πάλης. Ιδιαίτερα οι φόρμες είναι ένα αρκετά απαιτητικό και θεαματικό άθλημα, με τους αθλητές να εκτελούν εξαιρετικά δύσκολες ασκήσεις (τόσο κατά μόνας, όσο και σε ζευγάρια ή ομάδες), σε πολλά σημεία παρόμοιες με τις ασκήσεις εδάφους της ενόργανης γυμναστικής, τόσο άοπλοι όσο και χρησιμοποιώντας τα παραδοσιακά κινεζικά όπλα (ξίφη, ραβδιά, λόγχες κ.α.) Στη Δύση, το αγωνιστικό γου σου έγινε γνωστό κυρίως ως το άθλημα στο οποίο διακρίθηκε ο ηθοποιός Τζετ Λι, ενώ σε αγώνες σάντα τόσο στο Χονγκ Κονγκ όσο και στην Κίνα έχουν συμμετάσχει και έλληνες αθλητές.
Εξοπλισμός: Κινεζική φόρμα, ίσια αθλητικά παπούτσια ή παπούτσια τύπου «κουνγκ φου». Όπλα εξάσκησης (ξύλινα ή μεταλλικά) για όσους ασκούνται στις φόρμες (συνήθως διατίθενται από τη σχολή).
Πάλη
Η πάλη, ένα από τα αρχαιότερα αθλήματα στον κόσμο αναπτύχθηκε, βάσει ερευνών, στην Αρχαία Ελλάδα. Εντάσσεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες από την αναβίωσή τους, το 1896, ενώ από το 1904 υπάγεται στη Διεθνή Ομοσπονδία Ερασιτεχνικής Πάλης (FILA) και διεξάγεται σε δύο στιλ, της ελληνορωμαϊκής και της ελευθέρας –πατρίδα της ελευθέρας πάλης θεωρείται η Αγγλία, αναπτύχθηκε όμως ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οι αθλητές της οποίας έχουν κατακτήσει τα περισσότερα μετάλλια στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι πρόσφατα, η πάλη θεωρούταν ανδρικό άθλημα, όμως από το 1987 διεξάγεται το παγκόσμιο πρωτάθλημα ελευθέρας πάλης γυναικών και το 2004 η γυναικεία πάλη συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στο ολυμπιακό πρόγραμμα.
Η πάλη είναι ατομικό αγώνισμα σώμα προς σώμα δύο ατόμων της ίδιας κατηγορίας βάρους, οι οποίοι προσπαθούν να καταρρίψουν ο ένας τον άλλον στο έδαφος, εφαρμόζοντας συγκεκριμένες λαβές και βάσει συγκεκριμένων κανόνων. Στόχος του παλαιστή είναι να ακουμπήσουν οι πλάτες του αντιπάλου στο έδαφος και να τον κρατήσει στη θέση αυτή για μικρό χρονικό διάστημα· στην περίπτωση αυτή ο αγώνας τερματίζεται. Ο παλαιστής μπορεί επίσης να αναδειχθεί νικητής αν πάρει διαφορά 10 σημείων από τον αντίπαλό του (τεχνική υπεροχή), ή να τελειώσει τον αγώνα με διαφορά βαθμών (τεχνικά σημεία). Και στα δύο στιλ, οι αθλητές κερδίζουν σημεία για κάθε ρίψη του αντιπάλου στο έδαφος.
Στην Ελλάδα, η πάλη διοικείται από την Ελληνική Ομοσπονδία Φιλάθλων Πάλης (Ε.Ο.Φ.Π.), η οποία υπάρχει από το 1935, αρχικά ως Ελληνική Ομοσπονδία Φιλάθλων Πάλης, Πυγμαχίας, Άρσης Βαρών (Ε.Ο.Φ.Π.Π.Α.Β.) και από το 1972 ως αυτόνομη ομοσπονδία (μετά την αποχώρηση της πυγμαχίας το 1951 και της άρσης βαρών το 1972). Από την επιστροφή της στην καθημερινή αθλητική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, η πάλη έχει προσφέρει στους έλληνες (φιλάθλους και μη) σωρεία συγκινήσεων με σημαντικές διακρίσεις σε αγώνες σε βαλκανικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ενώ από το 1968 και μετά, έλληνες αθλητές έχουν κατακτήσει αρκετές φορές και ολυμπιακά μετάλλια.
Εξοπλισμός: Φόρμα, μαγιό πάλης, παπούτσια πάλης.
Παγκράτιο
Οι πηγές των ιστορικών χρόνων που αναφέρονται στο παγκράτιο καλύπτουν το διάστημα από τον 8ο π.χ αιώνα ως το 12ο αιώνα μ.χ.· ο όρος «παγκράτιον» ή «πανκράτιον» ως άθλημα και μόνο, και τα παράγωγά του με τις σχετικές έννοιες συναντώνται σε δεκάδες επιγραφές και χωρία συγγραφέων, με πολλαπλές αναφορές. Οι αναφορές αυτές παρέχουν στοιχεία για τη διεξαγωγή των αγώνων του αθλήματος, φημισμένους παγκρατιαστές, τα έπαθλά τους σε μεγάλους ή μικρούς αγώνες κ.λπ., ενώ σύμφωνα με τις μαρτυρίες φαίνεται ότι το παγκράτιο συμπεριλήφθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες το 648 π.X.
Από τις αρχαίες πηγές προκύπτει ότι το παγκράτιο ήταν αναπόσπαστο τμήμα των μεγάλων και των τοπικών αγώνων της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας από την Ιταλία μέχρι την Ανατολία και από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αίγυπτο· αποτελούσε μάλιστα και μέρος της απαραίτητης στρατιωτικής εκπαίδευσης των νέων. Ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα λόγω των αυξημένων απαιτήσεών του, της ποικιλίας που παρείχε ως θέαμα και της αγωνίας που προκαλούσε στους θεατές· αυτά του τα χαρακτηριστικά εξηγούν γιατί βλέπουμε χαρακτηρισμούς του παγκρατίου ως «το πλήρως επικρατούν», «το εν Ολυμπία το κάλλιστον» κ.λπ.
Στην εποχή μας, το άθλημα του παγκρατίου εμφανίζεται ξανά, ανανεωμένο μετά από έρευνες και μελέτες και με στόχο τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Ελληνική Ομοσπονδία Παγκρατίου Αθλήματος, επίσημα αναγνωρισμένη από το 1996, έχει αναλάβει τη διάδοση του ιστορικού αυτού μαχητικού αθλήματος στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο· αξίζει να σημειωθεί ότι η Παγκόσμια Ομοσπονδία Παγκρατίου Αθλήματος και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Π.Ο.Π.Α. αποτελείται από έλληνες, και ότι η επίσημη γλώσσα του αθλήματος είναι η αρχαία ελληνική. Για να ασχοληθεί κάποιος με το παγκράτιο, χρειάζεται να έχει καλή σωματική υγεία, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ο ασκούμενος στο παγκράτιο μαθαίνει στη βασική εκπαίδευση τις τεχνικές της αυτοάμυνας (τεχνικές με γροθιές και λακτίσματα, ρίψεις και ακινητοποιήσεις) ενώ παράλληλα, διδάσκεται την παιδεία, τον πολιτισμό και τις ηθικές αρχές της αρχαίας Ελλάδας.
Εξοπλισμός: Αθλητική φόρμα, τ-σερτ.
Μούι Τάι
Ίσως το πιο σκληρό (στην πραγματική, γηγενή εκδοχή του) μαχητικό άθλημα, η ταϊλανδέζικη πυγμαχία ή μούι τάι, είναι κατά μία έννοια ο πρόγονος του σύγχρονου κικ μπόξινγκ και, στο μέτρο που μπορεί κανείς να ελέγξει την ιστορία του, εξελίσσεται από τα μέσα του 16ου αιώνα ως σήμερα· οι παλιότερες αναφορές του μιλούν για τον πρίγκιπα Ναρεσουέν του Σιάμ (όπως ήταν τότε η ονομασία της Ταϊλάνδης) και για τη νίκη του επί του πρίγκιπα-διαδόχου της Βιρμανίας (του σημερινού Μιανμάρ) μέσω αυτής ακριβώς της τέχνης το 1560. Η νίκη αυτή έκανε το βασιλιά της Βιρμανίας να μην επιτεθεί στο Σιάμ και συνέβαλλε στην εξάπλωση της τέχνης στη χώρα, όμως ακόμα και αν δεν είναι έτσι (ελάχιστα αρχεία σώζονται από την εποχή του Σιάμ), οι βασιλείς της χώρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αύξηση της δημοτικότητάς της και στην αναβάθμισή της σε εθνικό άθλημα της Ταϊλάνδης.
Τεχνικά το μούι τάι χαρακτηρίζεται από τη χρήση οκτώ «όπλων»: πρόκειται για τις δύο γροθιές, τους δύο αγκώνες, τα δύο γόνατα και τα δύο πόδια (με την έννοια του τμήματος που βρίσκεται κάτω από τα γόνατα) και οι πυγμάχοι τα χρησιμοποιούν όλα με ταχύτατες εναλλαγές προκειμένου, όπως και στην κλασσική πυγμαχία είτε να σημειώσουν τεχνικά σημεία, είτε να βγάλουν τον αντίπαλο εκτός αγώνα με νοκ-ντάουν ή νοκ-άουτ –μια σημαντική διαφορά με την κλασσική πυγμαχία είναι ότι ακόμα και σήμερα γίνονται αγώνες όπου οι πυγμάχοι δε φορούν γάντια αλλά απλώς τυλίγουν τα χέρια τους με υφασμάτινες ταινίες (μπαντάζ). Σήμα κατατεθέν του μούι τάι είναι τα ιδιαίτερα επώδυνα χαμηλή κυκλικά λακτίσματα που εκτελούνται με τις κνήμες· οι ταϊλανδοί πυγμάχοι αφιερώνουν πολλές ώρες στο να κάνουν τις κνήμες τους ιδιαίτερα ανθεκτικές ώστε να μπορούν να εκτελούν τα συγκεκριμένα λακτίσματα που έχουν ως στόχο τους μηρούς του αντιπάλου. Ακόμακαι αν κανείς δε σκοπεύει να ακολουθήσει την εξαντλητική προπόνηση των ταϊλανδών πυγμάχων και την επαγγελματική τους πορεία, το μούι τάι παραμένει μια από τις πιο έντονες σωματικά ασκήσεις του χώρου των πολεμικών τεχνών.
Εξοπλισμός: Φόρμα γυμναστικής, σορτς αντίστοιχα με της κλασσικής πυγμαχίας αλλά μακρύτερα, γάντια (αναλόγως κατηγορίας), προστατευτικές ταινίες που φοριούνται μέσα από τα γάντια (μπαντάζ), προστατευτικό κράνος, προστατευτική μασέλα.
Κικ Μπόξινγκ
Το κικ μποξινγκ είναι ένα άθλημα, το οποίο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με άλλες πολεμικές τέχνες, όπως το καράτε πλήρους επαφής (full contact), η ταϊλανδέζικη πυγμαχία μούι τάι ή το γαλλικό σαβάτ, αν και η τέχνη με την οποία έχει την περισσότερη σχέση (και παράλληλη πορεία ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια) είναι σαφώς το ταϊλανδέζικο μούι τάι. Η ιστορία του κικ μπόξινγκ ξεκινά από τις δεκαετίες 1960 και 1970 στις ΗΠΑ, από τις πρώτες αναμετρήσεις καράτε πλήρους επαφής, ενώ ο όρος «κικ μποξινγκ» μάλλον δημιουργήθηκε από έναν ιάπωνα διοργανωτή αγώνων, ο οποίος τη δεκαετία του 1950 ήθελε να μεταφέρει στη χώρα του τους αγώνες μούι τάι που είχε δει στην Ταϊλάνδη. Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο, ανεξαρτήτως των υπολοίπων μαχητικών παραδόσεων κάθε χώρας και ακόμα και σήμερα διατηρεί ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητας που γνώρισε την εποχή εκείνη και να προσελκύει πολυάριθμους ενδιαφερόμενους στα γυμναστήριά του.
Όπως λέει και η ονομασία του, το κικ μπόξινγκ περιλαμβάνει τεχνικές της κλασσικής πυγμαχίας καθώς και λακτίσματα –το εύρος των χτυπημάτων και των λακτισμάτων καθορίζεται από τους κανόνες της εκάστοτε ομοσπονδίας και της εκάστοτε διοργάνωσης. Τόσο στην εξάσκηση όσο και στους αγώνες, οι αθλητές φορούν προστατευτικό εξοπλισμό και το ζητούμενο είναι, όπως και στην πυγμαχία, η συγκέντρωση πόντων ή η εξουδετέρωση του αντιπάλου με νοκ-άουτ ή νοκ-ντάουν. Αν και πρόκειται σαφώς για άθλημα και, συνεπώς, προκαλεί το ενδιαφέρον νεώτερων ασκούμενων που διαβλέπουν και την πιθανότητα συμμετοχής σε κάποια αγωνιστική διοργάνωση, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν να εγγραφούν σε ένα γυμναστήριο κικ μπόξινγκ προσβλέποντας στην εκμάθησή μιας μεθόδου αυτοάμυνας· το σκεπτικό στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι η αποτελεσματικότητα του αθλήματος αποδεικνύεται στους αγώνες (εντός και εκτός γυμναστηρίου) και, άρα, είναι πιο ρεαλιστικό από μια πολεμική τέχνη που εξαντλείται στη «θεωρία». Με τον έναν τρόπο ή τον άλλον πάντως, το κικ μπόξινγκ έχει καταφέρει να βρει τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα των μαχητικών αθλημάτων και παραμένει ψηλά στην προτίμηση πολλών ασκούμενων.
Εξοπλισμός: Φόρμα γυμναστικής, γάντια (αναλόγως κατηγορίας), προστατευτικές ταινίες που φοριούνται μέσα από τα γάντια (μπαντάζ), προστατευτικό κράνος, προστατευτική μασέλα, προστατευτικά ποδιών.
Tζούντο
Μαζί με το καράτε, το τζούντο είναι ό,τι πιο γνωστό έχει να παρουσιάσει η Ιαπωνία στο χώρο των πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων· στην πραγματικότητα, και μετά την σχεδόν πενηντάχρονη παρουσία του στις ολυμπιακές διοργανώσεις, το τζούντο στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων είναι περισσότερο άθλημα παρά πολεμική τέχνη. Και αυτό είναι πολύ κοντά στο όραμα του Κάνο Τζίγκορο (1860-1938), του ανθρώπου που το εισηγήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από μια πολυετή εκπαίδευση σε δύο κλασσικά σχολές ζίου ζίτσου/τζουτζούτσου (την Τέντζιν Σίνγιο Ρίου και την Κίτο Ρίου) και τη θεωρητική μελέτη πολλών ακόμα. Στόχος του Κάνο, ο οποίος ήταν διακεκριμένος εκπαιδευτικός της εποχής του, ήταν η δημιουργία ενός πλήρους συστήματος σωματικής αγωγής το οποίο, ωστόσο, αφενός δε θα έπρεπε να χάσει την επαφή του με τα μαχητικά συστήματα από τα οποία προήλθε και αφετέρου θα προήγαγε το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα –ο Κάνο υπήρξε ο πρώτος ασιάτης μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και στα γραπτά του φαίνεται ανάγλυφο το ιδεολογικό υπόβαθρο της αναβίωσης των ολυμπιακών ιδεωδών.
Το τζούντο είναι, βασικά, ένα σύστημα πάλης όμως αντίθετα με την πάλη που προέρχεται από την ελληνική παράδοση, οι παλαιστές φορούν ρούχα τα οποία και χρησιμοποιούν για να πιάνουν ο ένας τον άλλον. Εκτός από το αγωνιστικό του μέρος, ωστόσο, διδάσκεται και μέσω εννέα προκαθορισμένων φορμών (κάτα) –σύμφωνα με τον ίδιο τον Κάνο, τα κάτα και το ραντόρι, το ελεύθερο παίξιμο αλλά χωρίς την ένταση ενός πραγματικού αγώνα, είναι οι δύο τροχοί του οχήματος που ονομάζεται «εκμάθηση του τζούντο». Αν και τα τελευταία χρόνια, η αγωνιστική διάσταση του τζούντο έχει επισκιάσει την «κλασσική» (αυτή που λέγεται και «Κόντοκαν τζούντο» από το ίδρυμα μελέτης και διδασκαλίας που ίδρυσες ο Κάνο), τα τελευταία χρόνια τα κάτα έχουν αρχίσει να επανεκτιμώνται και να μελετιούνται εκ νέου και εκτός Ιαπωνίας (εντός Ιαπωνίας στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ), επιτρέποντας ακόμα και σε όσους δεν έχουν αθλητικές βλέψεις να μελετήσουν την πολύ ολοκληρωμένη αυτή τέχνη.
Καποέιρα
Ακόμα και σε έναν κόσμο γεμάτο από «ειδικές περιπτώσεις», όπως είναι ο κόσμος των πολεμικών τεχνών, η καποέιρα είναι πραγματικά… ειδική περίπτωση. Και αυτό, επειδή αντίθετα με τις υπόλοιπες πολεμικές τέχνες που θεωρούν ότι το να τις συσχετίσει κανείς με το χορό ισοδυναμεί, περίπου, με προσβολή, στην περίπτωση της καποέιρα (ή του καποέιρα όπως το λέγαμε παλιότερα), η σχέση με το χορό είναι οργανική και αποτελεί κομμάτι τόσο της ίδιας της τέχνης, όσο και της κουλτούρας που τη γέννησε. Καθώς πρόκειται για μια τέχνη που σχετίζεται με τους αφρικανούς σκλάβους που μεταφέρθηκαν από τους πορτογάλους αποικιοκράτες στη Βραζιλία από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως τα τέλη του 19ου, όλη η ιστορία που γνωρίζουμε, συμπεριλαμβανομένης και της ονομασίας «καποέιρα», είναι προφορική και διαφέρει σημαντικά μεταξύ των γενεαλογιών των διαφόρων δασκάλων (ή «μέστρε» όπως αποκαλούνται στην ορολογία της τέχνης). Από τις αρχές της και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η καποέιρα διδασκόταν σχετικά ανεξέλεγκτα· αυτό άλλαξε κυρίως από τις προσπάθειες του δασκάλου Μανουέλ ντος Ρέις Ματσάντο (ή «Μέστρε Μπίμπα», 1899-1974), ο οποίος άνοιξε την πρώτη κανονική σχολή καποέιρα και ξεκίνησε τη συστηματοποίηση της ύλης και της διδασκαλίας της.
Για όσους είναι εξοικειωμένοι με τις ασιατικές πολεμικές τέχνες, η καποέιρα είναι ένα είδος καράτε, περιλαμβάνει δηλαδή χτυπήματα με τα χέρια και τα πόδια καθώς και κάποιες ανατροπές. Εκτελείται μέσα σε έναν κύκλο που λέγεται «χόντα» ο οποίος αποτελείται από τους ασκούμενους και από κάποιους μουσικούς που παίζουν κυρίως κρουστά όργανα και δύο από τους ασκούμενους μπαίνουν στον κύκλο και ξεκινούν να παίζουν (στην καποέιρα χρησιμοποιείται το ρήμα «παίζω» και οι αναμετρήσεις μεταξύ δύο ασκούμενων λέγονται «τζόγο». Οι κινήσεις εκτελούνται αργά και σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής και παρότι ξεκινούν από απλές ανταλλαγές χτυπημάτων (χωρίς επαφή) συνήθως κλιμακώνονται σε πολύ ακροβατικές με επιδείξεις ισορροπίας και μεγάλης ευλυγισίας. Όλα τα παραπάνω, κάνουν την καποέιρα μια ιδιαίτερα δύσκολη αλλά πολύ θεαματική τέχνη με φανατικούς φίλους, τόσο ασκούμενους όσο και θεατές.
Εξοπλισμός: Άνετα, συνήθως λευκά ρούχα (φαρδύ παντελόνι, παντελόνι φόρμας, τ-σερτ) και ίσια παπούτσια γυμναστικής.
Κραβ Μαγκά
Μια από τις λίγες πολεμικές τέχνες που αφενός δεν ισχυρίζεται ότι η καταγωγή της προέρχεται από το απώτατο παρελθόν και που αφετέρου μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι φέρει επάξια την ονομασία «πολεμική τέχνη», το ισραηλινής προέλευσης κραβ μαγκά (η ονομασία του οποίου σημαίνει στα εβραϊκά, «μάχη επαφής») δημιουργήθηκε στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 από το δάσκαλο πολεμικών τεχνών Ίμι Σντε-Ορ/Λίτενφελντ (1910-1998) και σήμερα είναι η επίσημη πολεμική τέχνη/μαχητικό σύστημα του Ισραήλ και διδάσκεται τόσο στο στρατό της χώρας, όσο και στις υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας (Μοσάντ και Σιν Μπετ). Αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία τόσο στην πάλη και την πυγμαχία, όσο και σε πολλές αναμετρήσεις σε πραγματικές συνθήκες (λόγω αντισημιτικών επεισοδίων) στην Μπρατισλάβα όπου μεγάλωσε, ο Λίτενφελντ διαμόρφωσε ένα σύστημα μάχης το οποίο εξέλιξε ακόμα περισσότερο αργότερα, όταν υπηρέτησε στον ισραηλινό στρατό, και το οποίο έχει δανειστεί στοιχεία από πολλές πολεμικές τέχνες (και της Ασίας)· τα βασικά του κριτήρια ήταν να διαμορφώσει ένα σύστημα που να λειτουργεί, να μπορεί να διδαχθεί σε όλους και να μπορεί να μαθευτεί γρήγορα.
Όντας ένα σύστημα που έχει διαμορφωθεί κυρίως για χρήση από στρατιωτικές δυνάμεις, το κραβ μαγκά έχει ως στόχο την ταχύτερη δυνατή εξουδετέρωση του αντιπάλου· αυτός είναι και ο λόγος που οι τεχνικές του δεν είναι θεαματικές αλλά απλές, μικρές και γρήγορες και στοχεύουν πάντοτε στα σημεία που θα έχουν το πιο άμεσο αποτέλεσμα. Στη σχέση του με το στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις, οφείλει και την ευρεία γκάμα σεναρίων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση ένοπλου επιτιθέμενου (οπλισμένου με ραβδί, μαχαίρι ή πιστόλι), ενώ οι στενοί του δεσμοί με το επίσημο κράτος του Ισραήλ το κάνουν και μια από τις καλύτερα ελεγχόμενες πολεμικές τέχνες στον κόσμο –οι εκπαιδευτές του προέρχονται όλοι από το Ισραήλ και συχνά είναι εν ενεργεία στρατιωτικοί, δηλαδή άνθρωποι που συχνά έχουν προσωπική εμπειρία από τη χρήση του. Αν και όλοι οι πολίτες ενδιαφερόμενοι σίγουρα δεν έχουν ανάγκη από μια τόσο συγκεκριμένη γνώση, το κραβ μαγκά έχει καταφέρει χάρη στο ρεαλισμό του να γίνει πολύ δημοφιλές σε όλον τον κόσμο.
Εξοπλισμός: Άνετα ρούχα γυμναστικής και ίσια παπούτσια. Ομοιώματα όπλων (συνήθως παρέχονται από τη σχολή).
Μεικτές πολεμικές τέχνες
Οι μεικτές πολεμικές τέχνες (απόδοση για την ονομασία «mixed martial arts» με την οποία το άθλημα είναι γνωστό σε όλον τον κόσμο, είναι η εξέλιξη μιας διαδικασίας που ξεκινάει από την εποχή του αρχαίου ελληνικού παγκρατίου, περνάει από τους αγώνες «βάλι τούντο» που υπήρξαν πολύ δημοφιλείς στη Βραζιλία από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και σήμερα (και που υπήρξαν η αφετηρία για την οικογένεια Γκρέισι του βραζιλιάνικου ζίου ζίτσου) και από τις πολύ δημοφιλείς στη δεκαετία του 1970 διοργανώσεις «ίσου κακουτόγκι σεν» της Ιαπωνίας στους οποίους διέπρεψε ο αθλητής και διοργανωτής αγώνων Αντόνιο Ινόκι. Παρόλα αυτά, η μεγάλη δημοτικότητά τους σήμερα, οφείλεται στα πρωταθλήματα Ultimate Fighting Championship (ή UFC) τα οποία, άλλωστε έκαναν διάσημο και το βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου και εισήγαγαν την έννοια της «μάχης σε κλουβιά» (αν και οι αγώνες μεικτών πολεμικών τεχνών διεξάγονται το ίδιο συχνά σε ρινγκ όσο και σε «κλουβιά»).
Χαρακτηριστικό των μεικτών πολεμικών τεχνών είναι ότι, όπως λέει και η ονομασία τους, περιλαμβάνουν τεχνικές τόσο από τα πυγμαχικά συστήματα, όσο και από τα παλαιστικά. Οι αθλητές μπορούν να προέρχονται από οποιοδήποτε στιλ και οι τεχνικές τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν, περιορίζονται μόνο από τους κανονισμούς της εκάστοτε διοργάνωσης· η δημιουργία κάποιων τέτοιων κανονισμών κοινής αποδοχής, ήταν (και παραμένει) η μεγαλύτερη πρόκληση για το συγκεκριμένο μαχητικό άθλημα αν και σήμερα, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, υπάρχει ένας τέτοιος ενοποιημένος κανονισμός ο οποίος γενικά ακολουθείται και στις διοργανώσεις εκτός της συγκεκριμένης χώρας. Η πλήρης επαφή και η επαγγελματική διάσταση του αθλήματος, το κάνουν αρκετά σκληρό όμως οι πολυάριθμοι φίλοι του, το θεωρούν ως το πληρέστερο σύστημα τόσο από πλευράς εύρους ρεπερτορίου, όσο και από πλευράς πρακτικής εφαρμογής –από τη στιγμή που οι τεχνικές και οι μεθοδολογίες ελέγχονται σε αναμετρήσεις, δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς μια ανωτερότητα που δεν ισχύει. Όπως και να ‘χει, οι μεικτές πολεμικές τέχνες αποτελούν πλέον ένα σημαντικό τμήμα του κόσμου των πολεμικών τεχνών και παραμένουν ελκυστικές ακόμα και σε ένα μεγάλο μέρος του κοινού που δεν ασχολείται έμπρακτα, ως θέαμα μαζί με την πυγμαχία ή την πάλη.
Εξοπλισμός: Απλή αθλητική ενδυμασία (παντελόνι φόρμας, τ-σερτ) ελαφρά γάντια με κομμένα δάχτυλα, προστατευτική μασέλα. Στου αγώνες, οι άντρες αθλητές φορούν μόνο σορτς και τα γάντια, ενώ οι γυναίκες σορτς, γάντια και αθλητικό τοπ.