Μετά το Eurogroup, τι; Αλλο ένα χαμένο ορόσημο και παράταση της αβεβαιότητας ή διακρίνετε αχτίδα φωτός για συμφωνία έως τις 15 Ιουνίου;
Η ελληνική κοινωνία έχει κουραστεί να παρακολουθεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. να θέτει ορόσημα, τα οποία συνεχώς χάνονται, την ίδια στιγμή που οι προσδοκίες συνεχώς μετατίθενται και πολύ συχνά αποδεικνύονται, δυστυχώς, «ευσεβείς πόθοι». Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, είναι ότι η οικονομία συνεχίζει να βουλιάζει, νέοι και μορφωμένοι άνθρωποι συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό. H αβεβαιότητα έχει κατακλύσει τα πάντα, όχι για το πώς θα αποπληρωθεί το χρέος, το οποίο επηρεάζει τα μακροοικονομικά, κυρίως, μεγέθη της οικονομίας, αλλά για το πώς θα αντιμετωπίσουν σε ενεστώτα χρόνο οι φορολογούμενοι και οι ασφαλισμένοι αυτήν την καταιγίδα φορολογικών επιβαρύνσεων και εισφορών που τους επιφύλαξε η κυβέρνηση.
Για το γεγονός ότι δεν έχει κλείσει ακόμα ούτε η δεύτερη αξιολόγηση ευθύνεται, τελικά, μόνο η κυβέρνηση; Διότι εκείνη ψήφισε τα πολύ σκληρά μέτρα που της ζητήθηκαν.
Εκ του αποτελέσματος και μόνο αποδεικνύεται ότι η διαπραγμάτευση ήταν η χειρότερη που πραγματοποιήθηκε ποτέ. Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι, λόγω των παλινωδιών στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ο λογαριασμός του τέταρτου Μνημονίου εκτινάχθηκε στα 5 δισ. ευρώ σχεδόν, δεν διασφαλίσθηκε καν το κατά τον κ. Τσίπρα ζητούμενο, η ρύθμιση του χρέους. Απέμειναν μόνο οι διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να ψηφισθούν τα μέτρα χωρίς απώλειες. Βεβαίως, μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι δανειστές, για το γεγονός ότι αποδέχθηκαν τα συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία στην πραγματικότητα τους πρότεινε η κυβέρνηση.
Γιατί λέτε πως η κυβέρνηση «θα πάρει βραβείο χειρότερης διαπραγμάτευσης»; Αφενός τα αντίμετρα και αφετέρου μία ενδεχόμενη απόφαση για το χρέος τις επόμενες εβδομάδες, δεν θα καταδείξουν πως κάτι θετικό πέτυχε;
Οσον αφορά στο χρέος, όπως ανέφερα προηγουμένως, δεν είχε και δεν έχει το χαρακτήρα του «επείγοντος» ζητήματος προς άμεση διευθέτηση. Μακάρι να αποσπάσουμε από πλευράς εταίρων ό,τι είναι καλύτερο, αλλά, πρώτον, αυτό δεν έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής και, δεύτερον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μιλάμε για ρύθμιση του χρέους και όχι για αναδιάρθρωση. Πολύ φοβούμαι επίσης ότι στην τρέχουσα συγκυρία η αναγωγή του χρέους σε ύψιστο ζήτημα από την ελληνική κυβέρνηση δίνει «άλλοθι» στο ΔΝΤ για τη μη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Σχετικά με τα αντίμετρα, είναι τόσο εξωφρενικές οι προβλέψεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να επιτευχθούν, ώστε να καθίσταται αυτομάτως μη ρεαλιστική η προσδοκία εφαρμογής τους. Αντιθέτως, τα μέτρα ήδη έχουν ψηφιστεί, με χρονικό ορίζοντα εφαρμογής τους, μάλιστα, που ξεπερνά αυτόν της θητείας μιας κυβέρνησης.
Μπορεί να αντέξει η οικονομία πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για πέντε χρόνια; Και το πρόγραμμα της Ν.Δ., που στηρίζεται σε μείωση φόρων, μπορεί να εφαρμοστεί εάν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα παραμείνουν τόσο υψηλοί;
Κατ’ αρχάς, η Ν.Δ. δεσμεύεται ως προς τους στόχους, όχι ως προς τους τρόπους με τους οποίους θα τους υλοποιήσει. Η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους είναι προφανές ότι δυσκολεύει τη στροφή που χρειάζεται η χώρα σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τη σημερινή και τη φορολογική επανάσταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί, ώστε να βγει η χώρα από την κρίση. Εκτιμώ ότι και οι εταίροι θα αντιληφθούν πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επιστροφή στην ανάπτυξη από τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και ότι με το κεφάλαιο της αξιοπιστίας που έχουμε χτίσει, αλλά και με ένα γενναίο και δικής μας ιδιοκτησίας μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα παρουσιάσουμε, θα συμφωνήσουν. Να σας υπενθυμίσω, άλλωστε, ότι επί κυβέρνησης Σαμαρά αποδέχθηκαν τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, από το 24% στο 13%, χωρίς να αλλάξει ο συγκεκριμένος δημοσιονομικός στόχος.
Διοργανώσατε πρόσφατα προσωπική πολιτική εκδήλωση με κεντρικό θέμα το λαϊκισμό. Πιστεύετε πως έχει ηττηθεί στη χώρα μας μετά την κυβερνητική εμπειρία των τελευταίων 2,5 χρόνων;
Ο λαϊκισμός δεν έχει ηττηθεί ακόμη οριστικά στη χώρα μας παρά τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία, ομολογουμένως, των 2,5 ετών ΣΥΡΙΖΑ και τη μετάβαση από τις ανέξοδες υποσχέσεις στη σκληρή πραγματικότητα. Είναι ένας διαχρονικός εχθρός στην προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί η πατρίδα μας και, όπως τόνισα στην ομιλία μου, η χώρα δεν μπορεί να ζήσει άλλο με το σαράκι αυτό. Απαιτείται μια εθνική προσπάθεια για να τον εξοστρακίσουμε οριστικά ως αντίληψη από το δημόσιο βίο. Και όπως ευελπιστώ, η Ελλάδα με κυβέρνηση τη Ν.Δ. και πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα γίνει η πρώτη μεταλαϊκιστική κοινωνία στην Ευρώπη.
Πώς κρίνετε την αντίδραση του πολιτικού συστήματος μετά το πρόσφατο επεισόδιο εις βάρος σας από τη Χρυσή Αυγή; Και ποιο είναι το δικό σας μήνυμα προς την κοινωνία για τη Χρυσή Αυγή;
Εκτιμώ ότι το πολιτικό σύστημα αυτή τη φορά αντέδρασε με τον ενδεδειγμένο τρόπο, όπως αποδεικνύεται από την ομόφωνη απόφαση αποβολής της Χρυσής Αυγής από τη συγκεκριμένη συνεδρίαση, αλλά και από τη συμπαράσταση προς το πρόσωπό μου από όλους τους πολιτικούς χώρους. Οσον αφορά στην ελληνική κοινωνία, είναι καιρός πλέον να κατανοήσει ότι η βία είναι εγγενής στo νεοναζιστικό μόρφωμα. Δεν νοείται Χρυσή Αυγή χωρίς βία.
Δυστυχώς, έχει «αφυπνισθεί» η τρομοκρατία στην Ελλάδα
Το πρόσφατο περιστατικό με την τρομοκρατική επίθεση στον πρώην πρωθυπουργό, Λουκά Παπαδήμο, είναι για εσάς μια ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας ή είναι υπερβολική μια τέτοια αντιμετώπιση;
Μεμονωμένα περιστατικά πάντοτε μπορούν να συμβούν, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση φοβούμαι ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα έχει «αφυπνισθεί» η τρομοκρατία και σε αυτό συντελεί, δυστυχώς, η ελλειμματική αντιμετώπισή της υπό το πρίσμα ιδεοληψιών. Δεν εννοώ σε καμία περίπτωση ότι η κυβέρνηση ή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σχέση μαζί της, αλλά συγκεκριμένες ενέργειες, όπως η κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας τύπου Γ’, για την κράτηση τρομοκρατών και επικίνδυνων εγκληματιών, η οποία ήταν μάλιστα μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., στέλνουν λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία αλλά και προς τις διωκτικές Αρχές. Οπως λανθασμένα μηνύματα στέλνει η ανοχή στη βία των κουκουλοφόρων από τη σημερινή ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και η ανοχή επίσης στην κατάλυση κάθε έννοιας κράτους δικαίου στα Εξάρχεια. Ας μην ξεχνάμε ακόμη τη ρητορική μίσους που επικράτησε μέχρι το 2014, η οποία «δηλητηρίασε» την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς να αποκηρυχθεί από το σημερινό κυβερνών κόμμα.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής