Η μείωση κατά 3,2% του ΑΕΠ στις δαπάνες για τόκους ήταν το αποτέλεσμα μιας δυναμικής διαχείρισης του χρέους την τελευταία τριετία, η οποία έφερε τη μείωση του κόστους δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά και – φυσικά – την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, στο τέλος του προηγούμενου χρόνου.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, οι πληρωμές των τόκων του χρέους το 2020 έφτασαν το 7,6% του ΑΕΠ, αφού λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, το χρέος κορυφώθηκε στο 208% του ΑΕΠ, με ανάλογη επίδραση και στο κόστος εξυπηρέτησής του. Το 2021 οι πληρωμές των τόκων μειώθηκαν σημαντικά στο 6,1% του ΑΕΠ, λόγω του πολύ χαμηλού κόστους δανεισμού από τις αγορές. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλαγής του κλίματος ήταν η έκδοση του 10ετούς ομολόγου, με επιτόκιο 1,8% τον Ιανουάριο του 2021 για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ελλάδας. Το 2022, όταν η Ελλάδα έκανε την πρώτη πρόωρη πληρωμή διπλής δόσης για το δάνειο των 52,3 δισ. ευρώ με την Ευρωζώνη ( GLF), η πληρωμή των τόκων μειώθηκε περαιτέρω στο 5,5% του ΑΕΠ. Πέρσι, παρά το υψηλό επίπεδο των επιτοκίων της ΕΚΤ που είχε στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού, η Ελλάδα πλήρωσε για τόκους ένα ποσό που αντιστοιχούσε στο 4,5% του ΑΕΠ .
Φέτος με την αποπληρωμή της τριπλής δόσης ύψους 7,93 δισ. ευρώ για το δάνειο με την Ευρωζώνη, οι τόκοι για το σύνολο του χρέους δεν αναμένεται να ξεπεράσουν το 4,3% του ΑΕΠ.
ΑΑΔΕ: Στην Αθήνα οι επικεφαλής των φορολογικών διοικήσεων των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ
Προσδιοριστικοί παράγοντες
Στη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά και το ύψος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγκεκριμένα, από πρωτογενές έλλειμμα 6,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, η Ελλάδα έφτασε πέρσι να εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ, το οποίο φέτος αναμένεται να αυξηθεί στο 2,4% του ΑΕΠ.
Το ύψος του χρέους, μετά και τις τελευταίες αναθεωρήσεις, από το 209% του ΑΕΠ που έφτασε το 2020, υποχώρησε στο 195% του ΑΕΠ το 2021, στο 177% του ΑΕΠ το 2022 ,και στο 163,9% του ΑΕΠ το 2023 . Φέτος αναμένεται το χρέος να υποχωρήσει περαιτέρω στο 155,6% του ΑΕΠ, παραμένοντας παρ’ όλα αυτά το υψηλότερο εντός της Ε.Ε. και με διαφορά από το δεύτερο μεγαλύτερο, που είναι το ιταλικό.
Με βάση το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό σχέδιο 2025 -2028, το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς και τα επόμενα χρόνια. Η μέση ετήσια μείωση έως το 2028 υπολογίζεται σε 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την ελάχιστη απαίτηση που θέτει η συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους στο νέο μεσοπρόθεσμο που είναι 1% του ΑΕΠ κατ΄ έτος. Ως αποτέλεσμα του τωρινού σχεδιασμού, το ποσοστό του χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 20,4% από 153,7% του ΑΕΠ το 2024, σε 133,4% του ΑΕΠ το 2028. Από το ΥΠΕΘΟ σημειώνουν ότι η εκτίμηση για τη μείωση του χρέους είναι εξαιρετικά συντηρητική και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της μέτρα πιο ενεργούς διαχείρισης του χρέους, τα οποία δρομολογεί ήδη η Αθήνα, ώστε να μειώσει το υπόλοιπο όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος.