Αυτό φανερώνει και η εισαγωγική τοποθέτηση του πρωθυπουργού κατά το χθεσινό Υπουργικό Συμβούλιο, όπου επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι η στήριξη σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα συνεχιστεί, αλλά χωρίς να ναρκοθετεί το μέλλον της οικονομίας. Ο κ. Μητσοτάκης θύμισε σε όλους ότι λίγες μέρες νωρίτερα εξήγγειλε από τη Θεσσαλονίκη μέτρα συνολικού κόστους 5,5 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν ήδη αρχίσει να νομοθετούνται. Ξεκαθάρισε πάντως ότι υπάρχουν όρια στη στήριξη της οικονομίας τα οποία διαμορφώνονται από την ανάγκη η Ελλάδα να είναι οικονομικά αξιόπιστη στους εταίρους και τις αγορές.
«Νοικοκυριά και επιχειρήσεις χρειάζονται στήριξη σημαντική, αλλά τόση όση να μην υπονομεύεται η οικονομία συνολικά, ενώ ταυτόχρονα προϋπόθεση για την υπέρβαση των προσωρινών δυσκολιών είναι η ανεξαρτησία, η πολιτική σταθερότητα, αλλά και η διεθνής αξιοπιστία του κάθε κράτους», τόνισε ο πρωθυπουργός παραδεχόμενος ότι η ελληνική κοινωνία έχει επιδείξει μεγάλη ωριμότητα και εκτίμησε ότι κατανοεί τις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός υπενθύμισε εμμέσως ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των χωρών με τη μεγαλύτερη αναλογικά στήριξη απέναντι στην ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό: «Οπως ξέρετε, είμαστε από τους πρωταγωνιστές στην Ευρώπη στην άμυνα κατά της ακρίβειας. Επιμένουμε σε αυτή την πολιτική εξαντλώντας τα περιθώρια, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να τα ξεπερνάμε», είπε χαρακτηριστικά. Σημείωσε επίσης ότι, παρά τα μέτρα στήριξης που αναμένεται να φτάσουν για φέτος το 13,2%, η οικονομία έχει ανοδική πορεία, ξεπερνώντας τις προβλέψεις που είχαν γίνει νωρίτερα μέσα στο χρόνο.
Η συνεχής υπενθύμιση του πρωθυπουργού για την ανάγκη δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας βρίσκεται σε συνάρτηση με τη δέσμευση της Ελλάδας να περάσει από πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ για φέτος σε πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ το 2023. Την ανάγκη η Ελλάδα να περάσει άλλη μία φορά σε πρωτογενές πλεόνασμα έχει επισημάνει πρόσφατα σε συνέντευξή του ο απερχόμενος εκτελεστικός διευθυντής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, αλλά και ο επικεφαλής της ομάδας του οργανισμού για την Ελλάδα, Paolo Fioretti, ο οποίος μιλώντας τη Δευτέρα σε συνέδριο του Economist εκτίμησε ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι εφικτή για το δεύτερο εξάμηνο του 2023, αλλά επανέλαβε ότι η Ελλάδα πρέπει να επανέλθει σε τροχιά πρωτογενών πλεονασμάτων το συντομότερο δυνατό, καλωσορίζοντας μάλιστα τη δέσμευση της χώρας μας για δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023.
Οι εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου είναι ότι η δημοσιονομική πρόοδος και σε δεύτερο χρόνο και η ολοκλήρωση της εξυγίανσης των τραπεζών θα πείσουν τους οίκους αξιολόγησης να δώσουν την επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023.
Ανάγκη για ευρωπαϊκό «φρένο» σε φυσικό αέριο και ρεύμα
Πέρα από την εθνική πολιτική στήριξης της οικονομίας, ο πρωθυπουργός επανέφερε χθες και το ανοιχτό ακόμη ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής λύσης που θα οδηγήσει στη μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας και τελικά τη συγκράτηση των τιμών, ειδικά στο φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε και χθες τη θέση που έχει εκφράσει πολλές φορές ότι στο ενεργειακό η Ευρώπη έχει καθυστερήσεις στον καθορισμό ενός κοινού βηματισμού «Θα το ξαναπώ: Δυστυχώς στον τομέα αυτό κινούμαστε ως Ευρώπη με καθυστέρηση», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, εκφράζοντας την ελπίδα ότι το ενεργειακό θα μας απασχολήσει εμφατικά και στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, στην Πράγα, και ότι μέχρι τότε οι αρμόδιοι υπουργοί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχουν κάνει ακόμα περισσότερα βήματα προετοιμασίας.
Ο Κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επωμιστεί από μόνη της το βάρος της ενεργειακής κρίσης «Εχουμε πει πολλές φορές ότι αποτελεσματικότερη λύση στην ενεργειακή πρόκληση δεν μπορεί να υπάρξει εάν αυτή δεν είναι ευρωπαϊκή, πολυεπίπεδη και τολμηρή», τόνισε, εκφράζοντας μάλιστα την ικανοποίησή του που η ελληνική πρόταση για ένα συνολικό πλαφόν στο αέριο που εισάγεται στην Ευρώπη αρχίζει να αποκτά μια πρόσθετη δυναμική.
Πρόσθεσε επίσης ότι η επιβολή πλαφόν θα πρέπει να συμπληρωθεί και να συνοδευτεί από έναν ανασχεδιασμό συνολικά του μοντέλου τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας με απεξάρτηση από τις τιμές του φυσικού αερίου και με δράσεις όπως κοινές πολιτικές προμήθειας και αποθήκευσης ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο…
Μια ευρωπαϊκή λύση ανάλογα με το χρόνο κατά τον οποίο θα υιοθετηθεί και την αποτελεσματικότητά της στους Κρατικούς Προϋπολογισμούς των κρατών-μελών μπορεί να είναι και το κλειδί των εξελίξεων από τις αρχές του 2023.