Μιλώντας στο Reuters Έλληνας αξιωματούχος άφησε να εννοηθεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες προγραμματίζονται δύο εκδόσεις: μια βραχυπρόθεσμη για έναν τίτλο διάρκειας 3 ετών και μια μεσοπρόθεσμη (πιθανόν στα πέντε ή επτά χρόνια). «Θα είναι πιθανώς ένα μεσοπρόθεσμο ομόλογο και ένα δεύτερο, πιθανώς βραχυπρόθεσμο», δήλωσε στο πρακτορείο ο συγκεκριμένος αξιωματούχος.
Ωστόσο, δεν έδωσε περισσότερα στοιχεία για το ύψος των κεφαλαίων που σχεδιάζει να αντλήσει η Ελλάδα από τις αγορές το επόμενο διάστημα, σημειώνοντας όμως ότι η διάρκεια των νέων εκδόσεων θα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία της αγοράς.
Πάντως, θεωρείται βέβαιο ότι μέρος από το μαξιλάρι ρευστότητας που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος θα χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση ακριβού δανείου, που μεταφράζεται στα «ακούρευτα» ομόλογα του Δημοσίου που διακρατεί η ΕΚΤ αλλά και το χρέος από το ΔΝΤ.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Μέσα στις υποχρεώσεις του 2019 λήγουν παλαιοί τίτλοι ύψους 4,791 δισ. ευρώ, με μέσο επιτόκιο της τάξης του 4,95%, που θα αποπληρωθούν με τη ρευστότητα από το δάνειο του ESM, που έχει επιτόκιο περίπου 1%. Παράλληλα, μέσα στον επόμενο χρόνο θα πρέπει να αποπληρωθεί μέρος του δανείου από το ΔΝΤ ύψους 1,98 δισ., το οποίο τοκίζεται με επιτόκιο περίπου 4,7%. Και αυτό το ποσό αναμένεται ότι θα καλυφθεί με χρήματα από το απόθεμα ρευστότητας.
Πρόκληση
Ωστόσο, μια νέα έκδοση ομολόγου -η πρώτη μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος- είναι για την Ελλάδα ευκαιρία και ταυτόχρονα πρόκληση. Είναι ευκαιρία γιατί αναμένεται από τον Σεπτέμβριο από τις αγορές και είναι μία από τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Moody’s και εμμέσως και οι άλλοι οίκοι αξιολόγησης για να αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Είναι όμως και πρόκληση, καθώς μοιραία η Ελλάδα ξαναβγαίνει στις αγορές σε μια δυσμενή οικονομική συγκυρία, με τον ρυθμό ανάπτυξης για την ευρωζώνη να αναθεωρείται από την ΕΚΤ, η οποία σταματά την πρωτοχρονιά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Παράλληλα, παρά την ύφεση στην ιταλική κρίση, η απόδοση στο ελληνικό δεκαετές παραμένει λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 4,3%, αφού η χώρα μας βρίσκεται για τους επενδυτές στο καλάθι των αναδυόμενων αγορών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]