Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 3 της απόφασης του διοικητή της ΑΑΔΕ, «οι συνταξιούχοι στους οποίους παρακρατήθηκαν από τα εισοδήματά τους ποσά για τη μηνιαία εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης κατά το διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2016 και τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4501/2017 τους επιστράφηκαν άτοκα με τη σύνταξη μηνός Δεκεμβρίου 2017, υποβάλλουν τροποποιητικές δηλώσεις για τη φορολόγηση αυτών των ποσών στα έτη που ανάγονται καθώς και αρχική δήλωση φορολογικού έτους 2017 με επιφύλαξη, εφόσον στη σχετική βεβαίωση που θα τους χορηγήσει ο αρμόδιος φορέας, πέραν του καθαρού ποσού των συντάξεων που αντιστοιχούν στο φορολογικό έτος 2017, εμφανίζεται και ο διαχωρισμός των ποσών αυτών που επιστρέφονται στα έτη που αφορούν».
Στην ίδια παράγραφο διευκρινίζεται ότι «οι τροποποιητικές αυτές δηλώσεις υποβάλλονται χωρίς πρόστιμα και τόκους εφόσον υποβάλλονται εντός του φορολογικού έτους στο οποίο εκδόθηκαν οι σχετικές βεβαιώσεις από τον αρμόδιο φορέα».
Η παραπάνω οδηγία του κ. Πιτσιλή δεν είναι απόλυτα σύμφωνη με αντίστοιχη οδηγία που απέστειλε πριν από ένα περίπου μήνα προς τα ασφαλιστικά ταμεία για τον τρόπο συμπλήρωσης των βεβαιώσεων αποδοχών που θα χορηγήσουν φέτος στους συγκεκριμένους συνταξιούχους.
Με την οδηγία εκείνη ο διοικητής της ΑΑΔΕ είχε ουσιαστικά «ξεκαθαρίσει» στα ασφαλιστικά ταμεία ότι ολόκληρα τα επιστραφέντα ποσά των εισφορών υγειονομικής περίθαλψης θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στις βεβαιώσεις αποδοχών των συνταξιούχων ως εισοδήματα από κύριες συντάξεις αποκτηθέντα εντός του 2017, ώστε να φορολογηθούν αθροιστικά μαζί με τα ποσά των συντάξεων του έτους 2017, βάσει της ισχύουσας για τα εισοδήματα του έτους 2017 φορολογικής κλίμακας για τα εισοδήματα από συντάξεις και στη συνέχεια ξανά με βάση την κλίμακα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Η οδηγία εκείνη, την οποία είχε αποκαλύψει ο «Ε.Τ.» με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά του στα μέσα Μαρτίου, αν εφαρμοστεί από τα ασφαλιστικά ταμεία θα έχει ως συνέπεια οι περίπου 1.000.000 συνταξιούχοι να πληρώσουν σημαντικού ύψους επιπλέον φόρους εισοδήματος για το 2017, δεδομένου ότι η προσθήκη των επιστραφέντων αναδρομικών της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης στα συνολικά φορολογητέα εισοδήματα του προηγούμενου έτους θα ανεβάσει απότομα το συνολικό ύψος των ετησίων αυτών εισοδημάτων και θα προκαλέσει τη σημαντική αύξηση των τελικών φορολογικών τους επιβαρύνσεων.
Ειδικότερα, αν τα ασφαλιστικά ταμεία λάβουν υπόψη τους την προ μηνός οδηγία του κ. Πιτσιλή, πράγμα το οποίο δεν αποκλείεται να συμβεί αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει τεχνικά αδυναμία διαχωρισμού των επιστραφέντων ποσών στα έτη τα οποία αφορούν, τότε η φορολόγηση των ποσών αυτών θα είναι διπλή, καθώς θα γίνει με βάση την κλίμακα φορολογίας των εισοδημάτων από συντάξεις και στη συνέχεια με βάση την κλίμακα υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Εφόσον, δηλαδή, τα συγκεκριμένα ποσά εμφανιστούν στις βεβαιώσεις αποδοχών των συνταξιούχων, ως εισοδήματα από κύριες συντάξεις του έτους 2017 θα πρέπει αναγκαστικά να συμπεριληφθούν από τις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ στα συνολικά φορολογητέα ποσά κύριων συντάξεων που θα προσυμπληρωθούν στους κωδικούς 303-304 του πίνακα 4Α των ηλεκτρονικών εντύπων Ε1 των φορολογικών δηλώσεων, τις οποίες θα κληθούν να υποβάλουν οι συνταξιούχοι. έτσι θα φορολογηθούν αθροιστικά με τα λοιπά εισοδήματα από συντάξεις με τις κλίμακες φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα την αύξηση των συνολικών φορολογικών επιβαρύνσεων των συνταξιούχων.
Αν τα ασφαλιστικά λάβουν υπόψη τους τη νέα οδηγία της χθεσινής απόφασης Πιτσιλή, η οποία όμως δεν είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμη αλλά η υιοθέτησή της εξαρτάται από τις τεχνικές δυνατότητες που έχουν να διαχωρίσουν τα ποσά αυτά στα έτη που αφορούν (κατά τη συμπλήρωση των βεβαιώσεων αποδοχών των συνταξιούχων τους), τότε θα δοθεί η δυνατότητα στους συγκεκριμένους συνταξιούχους να υποβάλουν τροποποιητικές δηλώσεις για τα έτη 2012-2016 για να δηλώσουν τα ποσά αυτά σ’ εκείνες τις δηλώσεις και να αποφύγουν την υπέρμετρη αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων την οποία συνεπάγεται ο συνυπολογισμός του συνόλου των ποσών αυτών στα φορολογητέα εισοδήματα του 2017. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή οι δηλώσεις του φορολογικού έτους 2017 θα πρέπει να υποβληθούν με επιφύλαξη, εξέλιξη η οποία θα έχει ως συνέπεια μεγάλη καθυστέρηση στην εκκαθάρισή τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σε κάθε περίπτωση, το πώς ακριβώς θα φορολογηθούν τα επιστραφέντα ποσά της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης κι αν ο τρόπος αυτός θα είναι ίδιος για όλους τους συνταξιούχους, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αφού εξαρτάται από τα εάν τελικά τα ασφαλιστικά ταμεία θα καταφέρουν τεχνικά να διενεργήσουν το διαχωρισμό των ποσών αυτών στα έτη που αφορούν και αν θα μπορέσουν να το επιτύχουν σε όλες τις περιπτώσεις δικαιούχων! Ο χρόνος που αυτό θα συμβεί παραμένει άγνωστος, εξέλιξη η οποία θα κρατήσει σε σύγχυση και αβεβαιότητα περίπου 1.000.000 συνταξιούχους.
Κατά τα λοιπά, από την απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ με τις αναλυτικές οδηγίες συμπλήρωσης των φετινών φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι:
* Χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες έχουν τη δυνατότητα κατοχύρωσης του αφορολόγητου ορίου ακόμη κι αν δεν έχουν καλύψει το απαιτούμενο όριο δαπανών με πλαστικό χρήμα ή άλλα μέσα ηλεκτρονικών πληρωμών, βάσει των στοιχείων που έχουν γίνει γνωστά από τις τράπεζες.
Η απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ ορίζει, συγκεκριμένα, ότι στον πίνακα 7 του βασικού εντύπου Ε1 της φετινής φορολογικής δήλωσης, οι κωδικοί 049-050, όπου πρέπει να αναγραφούν οι δαπάνες για την κάλυψη του αφορολόγητου ορίου «δεν προσυμπληρώνονται από τη Φορολογική Διοίκηση, αλλά οι ίδιοι οι φορολογούμενοι (σ.σ. οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες) υπολογίζουν το σύνολο και το αναγράφουν».
Προστίθεται δε η διευκρίνιση ότι προς διευκόλυνση του υπολογισμού του ποσού της δαπάνης που πρέπει να αναγραφεί, «η Φορολογική Διοίκηση αναρτά την ηλεκτρονική πληροφόρηση που έχει στη διάθεσή της και οι φορολογούμενοι έχοντας οι ίδιοι το βάρος της απόδειξης, αναγράφουν αυτά που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις».
Αυτό σημαίνει ότι αν τα ποσά που έχουν γίνει γνωστά στην ΑΑΔΕ από τις τράπεζες δεν επαρκούν για την κάλυψη του αφορολογήτου οι φορολογούμενοι μπορούν να προσθέσουν ποσά βάσει αποδεικτικών στοιχείων που έχουν από τις τράπεζές τους για δαπάνες που πραγματοποίησαν μέσω e-banking στέλνοντας τα χρηματικά ποσά των δαπανών σε -μη δηλωθέντες ως επαγγελματικούς- τραπεζικούς λογαριασμούς των επιχειρήσεων από τις οποίες αγόρασαν προϊόντα ή έλαβαν υπηρεσίες.
Πρακτικά, βεβαίως, όσοι φορολογούμενοι απειλούνται με πρόσθετο φόρο εξαιτίας του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια του 2017 πραγματοποίησαν περιορισμένου ύψους δαπάνες με πλαστικό χρήμα ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ενδεχομένως να διακινδυνεύσουν να αναγράψουν στους κωδικούς δαπάνες υψηλότερες αυτών που πραγματικά πραγματοποίησαν όπως συνέβαινε στο παρελθόν με τις χάρτινες αποδείξεις. Αν εντοπιστούν όμως σε έλεγχο θα κληθούν να καταβάλουν όχι μόνο τον επιπλέον φόρο 22% για το ποσό των απαιτούμενων δαπανών που δεν κάλυψαν στην πραγματικότητα αλλά και με πρόστιμα και τόκους, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης.
* Η πληρωμή του φόρου εισοδήματος για όσους φορολογούμενους θα λάβουν χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα θα πρέπει να γίνει, όπως και πέρυσι και πρόπερσι, σε 3 δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων θα πρέπει να εξοφληθεί ως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιουλίου και οι επόμενες 2 έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, αντίστοιχα.
* Τα μισθώματα που έχουν εισπραχθεί από βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας (airbnb κ.λπ.) θα πρέπει να δηλωθούν σε ειδικό ξεχωριστό κωδικό στο έντυπο Ε2 για να φορολογηθούν κι αυτά μαζί με τυχόν λοιπά εισπραχθέντα μισθώματα βάσει της κλίμακας αυτοτελούς φορολόγησης που προβλέπεται για τα εισοδήματα από εκμετάλλευση ακινήτων, δηλαδή με συντελεστές κλιμακούμενους από 15% έως και 45% (χωρίς κανένα αφορολόγητο όριο).
Γιώργος Παλαιτσάκης
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]