Στην -μάλλον τελευταία- έκθεσή του ως επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας ασκεί για άλλη μια φορά έντονη κριτική στη «φοροκεντρική» λογική του Προϋπολογισμού του 2018, τονίζοντας ότι η στρατηγική αυτή απειλεί με αστοχία τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού ειδικά για την ανάπτυξη. Ως παράδειγμα αναφέρει την ανάπτυξη του 2017, με τις προβλέψεις να αναθεωρούνται για τρίτη φορά στο κείμενο του Προϋπολογισμού στο 1,6% του ΑΕΠ από 1,8% του ΑΕΠ στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού και 2,7% στον Προϋπολογισμό του 2017.
Η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων. «Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη», αναφέρει.
Αλλαγή ρότας
Προτείνει δε αλλαγή στρατηγικής σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Ας σημειωθεί ότι η όλη σχετική συζήτηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις, μέσω του κοινωνικού μερίσματος.
Μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία, αλλά έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη, αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων. Σημειώνουμε ότι τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα», επισημαίνει.
Η έκθεση σημειώνει ότι η επίτευξη υψηλών (τουλάχιστον 3%, 4% ή 5% του ΑΕΠ) πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά έτη (5, 8 ή και 10 συνεχόμενα έτη) είναι ιστορικά δυνατή, αλλά αποτελεί εξαίρεση. Συνεχείς μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων μπορεί να οδηγήσουν στην επίτευξη ακόμα και πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων βραχυπρόθεσμα, αλλά ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα είναι αρνητικός.
«Ειδικότερα οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές κυρίως στην εργασία, αλλά και στο κεφάλαιο και στην κατανάλωση οδηγούν σε σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, δηλαδή σε μειωμένα κίνητρα για εργασία, κατανάλωση και επενδύσεις, αλλά και σε αύξηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής που με τη σειρά τους οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο μειωμένων ρυθμών ανάπτυξης και συνεπώς εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού», αναφέρει.
Η έκθεση συστήνει αλλαγή τακτικής. «Στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική “διευθέτηση” του χρέους».
Αναφέρει ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στο στόχο αυτόν και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ. Επίσης «η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα».
Μπούμερανγκ
Σε ό,τι αφορά τον Προϋπολογισμό, σημειώνεται ότι συνεχίζει τη φοροκεντρική προσαρμογή (λιτότητα) και εξηγεί ότι «μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα ήταν πιθανόν περισσότερο υποστηρικτικές προς την ανάκαμψη, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς)».
«Ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Εξηγεί όμως και ότι «επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου». Κάνει σαφές επίσης ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων δεν θα είναι εύκολη.
Στο πεδίο των επενδύσεων επισημαίνει ότι «ειδικά για τις μελλοντικές δυσκολίες στις επενδύσεις, μας προβληματίζει το αμετάβλητο ύψος του ΠΔΕ το 2018 σε σχέση με το 2017».
Χρυσό…
Την ίδια ώρα που το ΓΠΒ ασκεί έντονη κριτική στην υπερφολόγηση που εμπεριέχεται στον Προϋπολογισμό του 2018, ο ΟΟΣΑ δίνει στην Ελλάδα το χρυσό ανάμεσα στις 35 χώρες- μέλη του στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της Ελλάδας για το 2016 .
Οι αυξήσεις της φορολογικής επιβάρυνσης σε ακίνητα, εργασία και οι έμμεσοι φόροι έφεραν πρώτη την Ελλάδα σε αυξήσεις φόρων το 2016 ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τα ανανεωμένα στατιστικά στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα, ο Οργανισμός καταλήγει ότι οι φόροι στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 2,2%, από 35,4% του ΑΕΠ σε 38,6% του ΑΕΠ το 2016, όταν η μέση αύξηση στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν της τάξεως του 0,3%, από 34% σε 34,3%, την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην πρώτη θέση της υπερφορολόγηση βρέθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές, η φορολόγηση των ακινήτων και οι φόροι κατανάλωσης. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές το 2016 ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων ήταν στην Ελλάδα 29% έναντι 26% στον ΟΟΣΑ, στους φόρους περιουσίας (π.χ. ακινήτων) ήταν 8% έναντι 6% στον ΟΟΣΑ και στους φόρους σε προϊόντα και υπηρεσίες ήταν 19% στην Ελλάδα έναντι 12% στον ΟΟΣΑ.
Εσοδα
Τα ίδια στοιχεία φανερώνουν και το ύψος της φοροδιαφυγής, αλλά και τη φορολογική κόπωση μισθωτών και συνταξιούχων. Συγκεκριμένα η Ελλάδα εμφανίζεται πολύ χαμηλά στα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, που βρίσκονται στο 15% του συνόλου έναντι 24% στον ΟΟΣΑ. Λιγότερα έσοδα έχει η Ελλάδα σε σχέση με τον ΟΟΣΑ και από τη φορολογία των επιχειρήσεων (6% έναντι 9% στον ΟΟΣΑ).
Η έκθεση κρίνει εκ του αποτελέσματος την αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016. Συνεπώς δεν περιλαμβάνει τη φοροκαταιγίδα που ξέσπασε στην οικονομία το 2017 με αυξήσεις σε σχεδόν όλους τους έμμεσους φόρους (καυσίμων, τσιγάρων, καφέ, σταθερής τηλεφωνίας).
Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα επιμέρους στοιχεία της αύξησης των εσόδων ανά πεδίο φορολογίας. Μεγάλη είναι αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ (7,3% ΑΕΠ από 7,1% ΑΕΠ), καθώς μέσα στο 2016 εφαρμόστηκε το πρώτο πακέτο αλλαγών στον ΦΠΑ, με τις μαζικές μετατάξεις αγαθών και υπηρεσιών από το χαμηλό στον υψηλό συντελεστή 23%, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα ανέβηκε στο 24%. Επίσης υπάρχει αύξηση του φόρου ακινήτων, ο οποίος το 2014 ήταν στο 1,9% του ΑΕΠ και το 2015 έφτασε στο 2%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις υψηλότερες θέσεις της σχετικής φορολογικής επιβάρυνσης.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δέκατη θέση σε επίπεδο φορολογικής επιβάρυνσης προς το ΑΕΠ στις 35 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Δανία, Γαλλία και Βέλγιο καταλαμβάνουν τις τρεις πρώτες θέσεις, με ποσοστά από 44,2% έως και 45,9% του ΑΕΠ, ενώ στις τρεις τελευταίες θέσεις με τις μικρότερες φορολογικές επιβαρύνσεις συναντώνται Ιρλανδία, Χιλή και Μεξικό, με ποσοστά από 17,2% έως και 23%.
Τάσος Δασόπουλος
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου