Το βασικό ζητούμενο της ελάφρυνσης του χρέους φαίνεται ότι πλέον μετατοπίζεται για το μέλλον και σε αυτό έχει συντελέσει και η υπεραπόδοση των πρωτογενών πλεονασμάτων την τριετία 2015-2017. Οσο η Ελλάδα καταφέρνει να περνά με ευκολία τους δημοσιονομικούς στόχους, εμφανίζοντας υπεραπόδοση 7,4 δισ. ευρώ σε μια τριετία, τόσο οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών επιμένουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται άμεση ελάφρυνση στο χρέος της.
Εκτός της υπεραπόδοσης -η οποία προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος της από την άγρια φορολόγηση και τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές- είναι γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλές λήξεις ομολόγων μέχρι και το 2030. Εως τότε οι ανάγκες δανειοδότησης, μετά και την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμών μέτρων για το χρέος από τον προηγούμενο Φεβρουάριο, βρίσκονται κοντά στο 5-6% του ΑΕΠ (πολύ χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο). Τούτο τη στιγμή που και τα επιτόκια των ευρωπαϊκών δανείων, συνολικού ύψους 230 δισ. ευρώ, θα παραμείνουν σε προνομιακά χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1%-1,5% για τουλάχιστον 10 χρόνια.
Ολα αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι στη συζήτηση, που θα ξεκινήσει με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, μόνο το ΔΝΤ (το οποίο διατηρεί τις απαισιόδοξες προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία) θα επιμείνει ότι χρειάζεται άμεση και γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Οι ηγέτιδες δυνάμεις της ευρωζώνης, που θα υποστούν και το κόστος, θα επιμείνουν ότι η ελάφρυνση θα πρέπει να γίνει «αν χρειαστεί», μια αίρεση που παραμένει πάγια σε κείμενα που αφορούν στην Ελλάδα. Με βάση αυτό, η λύση που θα δοθεί από την ευρωπαϊκή πλευρά θα είναι μια μακροπρόθεσμη υπόσχεση για συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα εφαρμοστούν αν χρειαστεί και εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις που έχει ήδη ψηφίσει.
Με άλλα λόγια, η όποια ελάφρυνση αποφασιστεί θα προϋποθέτει την περίφημη «ιδιοκτησία» του προγράμματος όχι μόνο από τη σημερινή αλλά και από τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι βασικές μεταρρυθμίσεις σε φορολογία, ασφαλιστικό, αποκρατικοποιήσεις, Δημόσιο θα πρέπει να συνεχίζονται, με την προοπτική ότι, αν χρειαστεί, οι Ευρωπαίοι θα συναινέσουν σε μια ελάφρυνση του χρέους. Αυτό σημαίνει συνέχιση του παγώματος μισθών και συντάξεων για πολλά χρόνια. Επίσης περισσότερες και τολμηρότερες αποκρατικοποιήσεις.
Με βάση εκτιμήσεις ατόμων που παρακολουθούν το ελληνικό πρόγραμμα, η ιδιοκτησία του δεν είναι εξασφαλισμένη. Τούτο διότι η σημερινή κυβέρνηση καθυστερεί την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και προχωρά συχνά σε μονομερή μέτρα (όπως π.χ. το επίδομα στους συνταξιούχους το 2016), βάζοντας σε κίνδυνο τους στόχους. Ολα αυτά εντός του προγράμματος εφαρμογής και έχοντας συνεχή και αυστηρή εποπτεία.
Συνεπώς, μετά τη λήξη του προγράμματος και με δεδομένο ότι θα ληφθούν αποφάσεις για το χρέος, θα πρέπει να υπάρχουν εξασφαλίσεις ότι η Ελλάδα δεν θα επαναλάβει το προηγούμενο του 2015 αναιρώντας τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει.
Αρα, αν και σήμερα δεν ομολογείται από καμία πλευρά, η εποπτεία της Ελλάδας μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος δεν θα είναι ίδια με αυτήν που έχουν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, που ολοκλήρωσαν εγκαίρως τα δικά τους Μνημόνια και επιπλέον δεν χρειάστηκαν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Η εποπτεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος θα είναι εξαιρετικά αυστηρή τόσο στα δημοσιονομικά όσο και στις μεταρρυθμίσεις και οι αποκλίσεις θα γίνονται αποδεκτές χωρίς συνέπειες μόνο αν προκαλούνται από εξωγενείς παράγοντες (π.χ. μια νέα οικονομική κρίση ή αστάθεια στις αγορές). Το πλαίσιο έχει ήδη αρχίσει να συζητείται, αλλά θα πάρει σάρκα και οστά τους επόμενους μήνες.
Οι αγορές αποφασίζουν για τη συνέχιση ή μη της χρηματοδότησης
Σε ό,τι αφορά τη συνέχιση ή μη της χρηματοδότησης της Ελλάδας μετά το τέλος του προγράμματος αποφασιστικό ρόλο θα παίξει η εικόνα των αγορών. Σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις χρέους αναμένεται ότι έως τον Αύγουστο η Ελλάδα έχει ένα μαξιλάρι ρευστότητας της τάξης των 17-20 δισ. ευρώ.
Με βάση τη γνώση που έχουν οι Βρυξέλλες, το Ελληνικό Δημόσιο έχει σήμερα 6 δισ. ευρώ διαθέσιμα (τα 3 δισ. προέρχονται από το ομόλογο του Ιουλίου) από τα οποία τα 3 δισ. θα αποτελέσουν μαξιλάρι ασφαλείας για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Από το δάνειο του ESM μέχρι στιγμής υπάρχει απόφαση, μέσα από τις δόσεις της τρίτης και της τέταρτης αξιολόγησης, να δοθεί ένα ποσό της τάξης των 9 δισ. ευρώ από το υπόλοιπο του δανείου, που θα αποτελέσουν επίσης μαξιλάρι για τη μετά το Μνημόνιο εποχή. Με βάση το αναθεωρημένο Μνημόνιο, στο τέλος του προγράμματος θα έχει μείνει υπόλοιπο 27,4 δισ. ευρώ από το συνολικό δάνειο των 86 δισ. ευρώ που πήρε η Ελλάδα το 2015.
Με το μαξιλάρι αυτό των 17-20 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα μπορεί να χρηματοδοτήσει το χρέος της για ένα διάστημα περίπου 18 μηνών.
Ο αστάθμητος παράγοντας όμως είναι η χρηματοδότηση των τραπεζών με εγγύηση ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Μετά τη λήξη του προγράμματος, τηρώντας τον κανονισμό, η ΕΚΤ θα πρέπει να άρει την εξαίρεση (waiver) για τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται ακόμη στην πιστοληπτική κατάταξη των σκουπιδοομολόγων (Junk bonds) στέλνοντας τες να χρηματοδοτηθούν από τον ακριβό ELA.
Για να μη γίνει κάτι τέτοιο είτε θα πρέπει οι Ευρωπαίοι δανειστές να εξασφαλίσουν κάποια χρηματοδότηση που θα δικαιολογεί τη συνέχιση του waiver από την ΕΚΤ είτε θα πρέπει η πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τίτλων να αναβαθμιστεί κατά δύο βαθμίδες από τουλάχιστον δύο στους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης (Fitch, Moody’s, S&P) ώστε να φτάσουν στην ελάχιστη βαθμίδα ΒΒ- που είναι αποδεκτή από την ΕΚΤ.
Εκτός από τις τράπεζες κάτι τέτοιο θα βοηθούσε σημαντικά και την πορεία των εκδόσεων νέων ομολόγων εξασφαλίζοντας χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Η αναβάθμιση αυτή, όμως, δεν μπορεί να διαταχθεί από κανένα επίσημο δανειστή της Ελλάδας, αλλά από την εικόνα εξωστρέφειας σε επενδύσεις και ιδιοκτησίας του προγράμματος, κάτι που έως τώρα δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής