Ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες, Νίκος Μπέλλος
Το χειρότερο μάλιστα ήταν το «θέατρο» που έπαιξε η κυβέρνηση τις τελευταίες τρεις εβδομάδες ότι δήθεν διαπραγματευόταν σκληρά και ανέβαζε και τους τόνους απειλώντας να μεταφέρει τη δεύτερη αξιολόγηση στους Ευρωπαίους ηγέτες για επίλυση.
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η συμφωνία του Εurogroup της περασμένης Πέμπτης ήταν η ίδια με εκείνη της προηγούμενης συνεδρίασης της 22ας Μαΐου, που τελικά δεν επιτεύχθηκε γιατί η κυβέρνηση ζήτησε μια αναβολή τριών εβδομάδων για «επικοινωνιακούς λόγους», όπως είπε. Εστησε δηλαδή όλη αυτή την ιστορία για να δείξει στο εσωτερικό ότι διαπραγματεύεται.
Η συμφωνία της 15ης Ιουνίου προβλέπει την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης με τα 140 μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων η περικοπή των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020. Φέρνει τη δόση των 8,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,9 δισ. ευρώ θα πάνε για αποπληρωμή ομολόγων του Δημοσίου και 1,6 δισ. ευρώ σε δύο υποδόσεις για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους σε επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η Ελλάδα καλείται να πετύχει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για μια πενταετία, δηλαδή από του χρόνου μέχρι το 2022, ενώ για τη συνέχεια και για περίπου 40 χρόνια αποδέχθηκε ετήσια πλεονάσματα της τάξης του 2%. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει τέτοιες επιδόσεις για τόσο μεγάλο διάστημα, ωστόσο η δέσμευση πλέον είναι γεγονός και κάθε φορά που δεν θα τηρείται θα λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΔΝΤ ζητούσε πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ.
Στο θέμα αυτό ο κ. Σόιμπλε επικράτησε κατά κράτος, όπως και στο ζήτημα του χρέους, αρνούμενος οποιαδήποτε απόφαση πριν από το καλοκαίρι του 2018. Οι υπουργοί απλώς επανέλαβαν τα μέτρα που υπήρχαν ήδη στην απόφαση του Μαΐου 2016, χωρίς όμως να τα ποσοτικοποιήσουν και να τα εξειδικεύσουν πλήρως. Πρόκειται για: τη χρήση των κερδών του 2014 από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που βρίσκονται σε ειδικό λογαριασμό του ΕΜΣ, καθώς και των ομολόγων του ευρωσυστήματος από το δημοσιονομικό έτος 2017, την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους από 0 έως 15 έτη, ενώ θα μπορούσαν να ληφθούν και άλλα μέτρα ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν μεσοπρόθεσμα κάτω του 15% του ΑΕΠ και στη συνέχεια κάτω του 20%.
Η μη εξειδίκευση των μέτρων οδήγησε και το ΔΝΤ στην απόφαση να μπει μεν στο πρόγραμμα αλλά όχι με χρηματοδότηση. Απλώς θα δεσμεύσει 2 δισ. δολάρια, τα οποία θα εκταμιεύσει όταν προσδιοριστούν τα μέτρα ελάφρυνσης, ωστόσο, με δεδομένο ότι η ελάφρυνση θα συζητηθεί στο τέλος του προγράμματος, το ΔΝΤ δεν θα μπει ποτέ.
Η μη χρηματοδότηση από το διεθνή οργανισμό είναι προφανές ότι δημιουργεί πρόβλημα αξιοπιστίας στο πρόγραμμα, ενώ δεν βελτιώνει την εικόνα της χώρας στις διεθνείς αγορές, πέραν του ότι το χρέος επισήμως παραμένει μη βιώσιμο με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση σκόπευε να βγει στις αγορές.
Αόριστη είναι προς το παρόν και η γαλλική πρόταση που ενσωματώθηκε στα συμπεράσματα της συμφωνίας, η οποία προβλέπει τη σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους μετά το 2018 με την πορεία της ανάπτυξης. Θα μπει και αυτή στο «πακέτο» με τα θέματα που θα συζητηθούν με τη λήξη του προγράμματος, απλώς μπήκε ως «περιτύλιγμα» στη συμφωνία προφανώς για να την «πουλήσει» η κυβέρνηση ως διαπραγματευτική επιτυχία.
Είναι προφανές ότι η μη λήψη απόφασης για το χρέος φέρνει πίσω στο χρόνο το αφήγημα της κυβέρνησης: ολοκλήρωση αξιολόγησης, ελάφρυνση χρέους, ποσοτική χαλάρωση, έξοδος στις αγορές. Η ΕΚΤ πολύ δύσκολα πλέον θα εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα QE, με δεδομένο ότι ο Μάριο Ντράγκι είχε συνδέσει μια τέτοια απόφαση με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Για το λόγο αυτό, την Πέμπτη το βράδυ πήρε αποστάσεις από την απόφαση, τονίζοντας απλώς ότι είναι ένα σημαντικό βήμα, που σημαίνει ότι δεν είναι αρκετή. Η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητο θεσμικό όργανο, δεν παίρνει εντολές, αλλά από την άλλη, είναι δύσκολο για τον πρόεδρο Ντράγκι να παρακάμψει μια βασική αρχή της τράπεζας να μη χρηματοδοτεί χώρες που δεν έχουν βιώσιμο χρέος.
Πάντως, στα συμπεράσματα της συνεδρίασης του Εurogroup υπάρχει μια -αόριστη κι αυτή, βέβαια- δέσμευση ότι οι Ευρωπαίοι θα στηρίξουν την Ελλάδα να βγει στις αγορές ενισχύοντας τη ρευστότητά της, μέσω των χρημάτων του δανείου που δεν θα χρησιμοποιηθούν μέχρι τη λήξη του προγράμματος. Πρόκειται για τα 22 δισ. ευρώ που είχαν δεσμευθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και δεν χρειάστηκαν.
Κατά τα άλλα, οι Ευρωπαίοι δανειστές επαναλαμβάνουν τη δέσμευσή τους να στηρίξουν τις προσπάθειες ανάκαμψης της οικονομίας.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν πρόσθετα χρήματα πέραν των κοινοτικών κονδυλίων που μας αναλογούν μέσω των διαρθρωτικών ταμείων (περίοδος 2014-2020), συμπεριλαμβανομένων και των 970 εκατ. ευρώ που έφερε η ενδιάμεση αναθεώρηση του πακέτου για την περίοδο 2017-2020.
Ωστόσο, είναι χρήσιμη αυτή η κινητοποίηση γιατί τουλάχιστον θα διασφαλίζει ότι η χώρα μας θα απορροφήσει όλους τους πόρους που της αναλογούν, ενώ από την άλλη, με τη βοήθεια της Κομισιόν, θα μπορέσει να αναζητήσει πρόσθετα δάνεια από το πακέτο Γιούνκερ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής