Για πολλούς λόγους, με πρώτον αυτόν της μεγιστοποίησης του κέρδους, οι ιδιοκτήτες προτιμούν να ενοικιάζουν τα ακίνητά τους μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Airbnb και όχι με τον παραδοσιακό τρόπο.
«Το Κουκάκι έχει βγει πρώτο στη ζήτηση Airbnb, γιατί είναι μια περιοχή γύρω από την Ακρόπολη και γι΄ αυτό έχει τόσο μεγάλη ζήτηση. Αλλά εκτός από το Κουκάκι επηρεάζονται και άλλες περιοχές, όπως είναι η Ακρόπολη, το Θησείο, τα Πετράλωνα, όπου δεν υπάρχουν καθόλου ακίνητα, το Μετς, το Φιξ, το Κολωνάκι και ο Λυκαβηττός, και τα Ιλίσια και το Παγκράτι», δηλώνει μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η γενική γραμματέας του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, Μίνα Χαρμπαλή.
Προσθέτει δε ότι «στην αγορά ακινήτων έχουν κάνει την εμφάνισή τους και εταιρείες οι οποίες μισθώνουν τα διαμερίσματα, τα ανακαινίζουν και τα επιπλώνουν.
Ο εταιρείες αυτές μισθώνουν τα διαμερίσματα με συμφωνία του ιδιοκτήτη για τη χρήση τους και συνήθως πληρώνουν αρκετά υψηλότερο μίσθωμα από αυτό που θα πλήρωνε ένας ιδιώτης. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα δίνουν και ποσοστά στους ιδιοκτήτες. Αυτό αποτελεί πλέον καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση των ενοικίων ιδιαίτερα σε περιοχές που είναι κοντά στο κέντρο της Αθήνας».
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο έχει αυξηθεί πολύ και το ενδιαφέρον ξένων για αγορά ακινήτων στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδα, η καθαρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 αυξήθηκε κατά 61,7% σε σύγκριση με το 45,3% που είχε αυξηθεί το 2016 και το 36,1% που είχε μειωθεί το 2015.
Οι αλλαγές ξεκίνησαν πριν από μία διετία κι έγιναν πιο έντονες τον τελευταίο χρόνο. Εκτός από την μειούμενη διαθεσιμότητα των διαμερισμάτων, οι τιμές τους έχουν αυξηθεί πολύ, ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας και στην γύρω περιοχή. «Ένα δυάρι στα Ιλίσια που είχε 300-350 ευρώ, τώρα μισθώνεται με 500 και 600 ευρώ. Ένα μέσο δυάρι διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους πριν από δυο χρόνια είχε 150-200 ευρώ. Αυτή τη στιγμή ενοικιάζεται 400-500 αν είναι επιπλωμένο και σε καλή κατάσταση», εξηγεί η κ. Χαρμπαλή.
«Θεωρώ ότι είναι φούσκα που θα ξεφουσκώσει, δεν νομίζω ότι θα έχει αίσιο τέλος. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει γίνει κάτι αντίστοιχο και στην πορεία ξεφούσκωσε. Στην Ελλάδα όλοι πέφτουν πάνω σε ό, τι καινούργιο και μετά ξεφουσκώνει. Έτσι είναι και αυτό. Υπάρχει υπερπροσφορά ακινήτων και αλλάζουν τα ακίνητα χέρια. Θα αλλάξει το σκηνικό. Δεν μπορεί να μείνει το ίδιο σκηνικό σε 2-3 χρόνια. Από τη στιγμή που οι τιμές των πωλήσεων έχουν πάρει την ανιούσα δεν θα συμφέρει κάποιον να ενοικιάζει όπως τώρα, αλλά όπως παλιά», καταλήγει η κ. Χαρμπαλή. Πάντως, φαίνεται ότι οι περιοχές στις οποίες υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για τη βραχυχρόνια μίσθωση, έχουν αναβαθμιστεί μέσα από τις ανακαινίσεις σπιτιών.
Προβληματισμένοι είναι και οι ξενοδόχοι της Αθήνας, που όπως λένε αντιμετωπίζουν πλέον ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό προϊόν.
«Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη αύξηση που μας οδηγεί σε μια αντίστοιχη δυναμικότητα σε κρεβάτια από ότι υπάρχει σήμερα στο ξενοδοχειακό δυναμικό της Αττικής. Ειδικότερα για το κέντρο της Αθήνας, νομίζω ότι πολύ σύντομα θα αρχίσουμε να μιλάμε για ένα προς ένα. Επομένως, δεν μιλάμε πλέον για μία μικρή ανταγωνιστική κατηγορία, την οποία πρέπει να λάβει ή να μην λάβει κάποιος υπόψη, αλλά μιλάμε πια για μία παράλληλη δραστηριότητα η οποία έχει αποκτήσει έναν όγκο τεράστιο», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού, Αλέξανδρος Βασιλικός, επισημαίνοντας ότι «η αύξηση στις αφίξεις δεν μεταφέρεται σε αύξηση της πληρότητας στα ξενοδοχεία (επισυνάπτεται σχετικό πίνακας). Υπάρχει φυσικά ένα ποσοστό πάντα που χάνεται, αλλά το ποσοστό αυτό αυξάνεται. Και είναι κάτι το οποίο βλέπουμε και σε άλλους προορισμούς».
Αίτημα όλων των επιχειρηματιών του ξενοδοχειακού τομέα είναι να αντιμετωπίζονται φορολογικά με τους ίδιους όρους, υποστηρίζοντας ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν αυξηθεί τόσο, που δεν μιλάμε πλέον για οικονομία διαμοιρασμού αλλά για μία επιχειρηματική δραστηριότητα αντίστοιχου μεγέθους με εκείνη του ξενοδοχειακού κλάδου. Επισημαίνουν μάλιστα ότι υπάρχουν και διαφυγόντα κέρδη για το κράτος.
«Αυτό που ζητάμε είναι να δουλεύουμε επί ίσοις όροις. Δηλαδή δεν μπορεί πια διαμερίσματα ή πολυκατοικίες ολόκληρες που ενοικιάζονται όλο το χρόνο να αντιμετωπίζονται ως οικονομία διαμοιρασμού. Αυτή είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Υπάρχει εταιρεία στην Αθήνα αυτή τη στιγμή η οποία έχει 220 ακίνητα. Αν έχει δύο δωμάτια το καθένα, μιλάμε για ένα Χίλτον σε χωρητικότητα. Άρα δεν μπορεί αυτή η εταιρεία να μην έχει την ίδια αντιμετώπιση φορολογικά τουλάχιστον με τα ξενοδοχεία. Ας μην φορολογηθούν και καθόλου αυτοί που νοικιάζουν το σπίτι τους για το καλοκαίρι. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασιλικός.
Και προσθέτει: «Δεν μπορεί ένας νέος κλάδος να φορολογείται ευνοϊκότερα, τη στιγμή που ο ξενοδοχειακός κλάδος υπερφορολογείται. Υπάρχει μια τεράστια ανισορροπία».
Έντονη είναι η αντίδραση και των Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων που σε ψήφισμα τους κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό και προειδοποιούν ότι αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση θα καταθέσουν τις επίσημες άδειες λειτουργίες τους και θα ενταχθούν στο καθεστώς της βραχυχρόνιας μίσθωσης με στόχο να πληρώνουν χαμηλότερους φόρους.