Εκεί αναπληρώνει την αναποτελεσματικότητα και τη βραδύτητά του σε άλλους τομείς, δίνοντας άλλη διάσταση στο στίχο του αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη που, την ίδια περίοδο με τα παρακάτω, έγραφε: «Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους». Ετσι και το ελληνικό κράτος, λίγο πριν… αυτοκτονήσει, όταν θέλει να δανειστεί, μπορεί με χίλιους τρόπους. Ο ευρηματικότερος όλων εμφανίστηκε, δύο φορές μάλιστα, τη δεκαετία του ’20, ονομάστηκε αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο και αποτέλεσε παγκόσμια πρωτοτυπία. Ελπίζουμε το παρακάτω κούρεμα με… κλαδευτήρι να μη δίνει ιδέες σε εντός και εκτός Ελλάδας κυβερνώντες…
Το δυσβάστακτο οικονομικό κόστος της Μικρασιατικής Εκστρατείας χρηματοδοτείται από συνεχείς συνάψεις δανείων με τράπεζες του εξωτερικού, πρακτική που οδηγεί γρήγορα σε αδιέξοδο. Ετσι, στις αρχές του 1922, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αφού δίνει 110 από τα 170 εκατ. δρχ. των κρατικών της εσόδων στο Μικρασιατικό μέτωπο, ουδείς από το εξωτερικό θέλει να τη δανείσει, ενώ στο εσωτερικό η δραχμή υποτιμάται συνεχώς και ο πληθωρισμός καλπάζει. Ο τότε πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης ζητά απελπισμένα από τον υπουργό Οικονομικών Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη να βρει μια «μαγική λύση» – και αυτός πράγματι τη βρίσκει…
Ο τελευταίος την παρουσιάζει σε συζήτηση που έχει με τον πρωθυπουργό και άλλους, ξεκινώντας με το «Δημητράκη, τα βρήκα τα λεφτά» και καταλήγει -όπως αναφέρει διάλογος που καταγράφει ο βιογράφος του Πρωτοπαπαδάκη- πως δεν πρέπει να του… πετάξουν τίποτα στο κεφάλι: «Είμεθα λέγω υποχρεωμένοι να προστρέξωμεν εις εσωτερικόν δάνειον και προς τούτο καταθέτω σχέδιον νόμου περί συνάψεως δανείου 1.500.000.000 δρχ. (Επιφωνήσεις: «Ω, Ω, Ω, Ω»)
Είμαι υποχρεωμένος, πριν προβώ εις περαιτέρω ανάπτυξιν του περί ου πρόκειται νομοσχεδίου, να συμφωνήσωμεν ότι ουδείς εξ ημών δύναται να έχη ανά χείρας στερεόν τι, διότι φοβούμαι ουχί τον λιθοβολισμόν, διότι δεν έχετε υποθέτω λίθους εις τα θυλάκιά σας, αλλά την διά στερεών αντικειμένων, τα οποία δύνανται να ευρεθώσιν εις χείρας σας επίθεσιν κατά της κεφαλής μου».
Στην αυτονόητη ερώτηση πώς θα γινόταν αυτό το εσωτερικό δάνειο χωρίς την εκτύπωση χρήματος, ο Πρωτοπαπαδάκης βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών και απλά το κόβει στη μέση, αφήνοντας άφωνους τους συνομιλητές του και, εν συνεχεία, άφραγκους τους πολίτες… «O Γούναρης δεν εκαταλάβαινε τι συμβαίνει. Ενόμισα πως τρελάθηκε, έλεγε κατόπιν. Αφού ο Πρωτοπαπαδάκης απήλαυσε το θέαμα το οποίον παρείχε ο άναυδος φίλος του, απεφάσισε να του εξηγήση το σχέδιόν του», θα γράψει στην ιστορία του για τη σκηνή ο Σπύρος Μαρκεζίνης.
Σύμφωνα με την εισήγηση Πρωτοπαπαδάκη, τα χαρτονομίσματα θα κόβονταν στη μέση, με την πλευρά όπου βρισκόταν η κεφαλή του ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας Γεωργίου Σταύρου (έμειναν στην ιστορία ως «Σταύροι») να ανταλλάσσεται με νέο χαρτονόμισμα της μισής αξίας, ενώ το άλλο μισό με το στέμμα θα ανταλλασσόταν με απόδειξη, η οποία στην πορεία αντικαταστάθηκε με 20ετές έντοκο γραμμάτιο με επιτόκιο 6,5%, έναντι 4% των καταθέσεων ταμιευτηρίου. Παρά την αρχική αμηχανία, η πρόταση Πρωτοπαπαδάκη -ελλείψει οποιαδήποτε άλλης εναλλακτικής- εγκρίνεται και μόλις ένα μήνα μετά, στις 23 Μαρτίου, ψηφίζεται στη Βουλή με 151 ψήφους υπέρ και 148 κατά από τους έκπληκτους και ανυποψίαστους βουλευτές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από το μέτρο εξαιρούνταν οι ξένοι υπήκοοι και επιχειρήσεις, οι διεθνείς δανειστές και όσοι διέθεταν συνάλλαγμα, δηλαδή γενικά οι περισσότεροι πλην του λαού.
Περιττό να αναφέρουμε πως η «βόμβα» Πρωτοπαπαδάκη δημιουργεί χάος στην αγορά, αφού οι έμποροι την υποδέχονται με ικανοποίηση (το Εμπορικό Επιμελητήριο μάλιστα βγάζει υποστηρικτική ανακοίνωση), αλλά ο κόσμος σπεύδει τρομοκρατημένος να αποσύρει τις καταθέσεις του από τις τράπεζες. Η εξαίρεση των κερμάτων από το μέτρο προκαλεί την άμεση εξαφάνισή τους, αφού κανείς δεν θέλει να δώσει ρέστα σε κέρματα και οι πελάτες είτε δεν αγοράζουν τίποτα είτε αναγκάζονται να ξοδέψουν ολόκληρο το πεντάδραχμο ή 25άδραχμό τους. Μπορείτε να καταλάβετε τι συνέβαινε σε μικροκαταστήματα, όπως οι φούρνοι, που δουλεύουν μόνο με ψιλά ή με τα εισιτήρια των λεωφορείων και του τραμ.
Ανάμεσα στους σφοδρούς επικριτές του μέτρου είναι και ο τότε υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος μάλιστα, μερικούς μήνες μετά, ως επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής στη Δίκη των 6, οδηγεί στο εκτελεστικό απόσπασμα δύο από τους πρωτεργάτες του μέτρου, Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, έχοντας ως ένα εκ των επιχειρημάτων της καταδίκης τους το αναγκαστικό δάνειο. Επειδή όμως η ζωή κάνει κύκλους, τέσσερα μόλις χρόνια μετά, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αυτή τη φορά ως δικτάτορας-πρωθυπουργός, αντιμετωπίζει το νέο οικονομικό αδιέξοδο της χώρας με αιφνίδιο εσωτερικό δανεισμό, μέσω του -εκ νέου- κοψίματος των χαρτονομισμάτων…
Αυτή τη φορά τα χαρτονομίσματα δεν διχοτομούνται, όπως το 1922, αλλά οι κάτοχοί τους είναι υπόχρεοι, για να είναι νόμιμα, να τα προσκομίσουν στην τράπεζα, όπου κόβονται σε δύο άνισα μέρη. Το αριστερό με τη φωτογραφία του Γεωργίου Σταύρου επιστρέφεται… κουτσουρεμένο στον κάτοχό του, έχοντας πλέον τα ¾ της αξίας του, ενώ το δεξί το ανταλλάσσει με δεκαετή ομόλογα του Δημοσίου. Υπόχρεοι του δεύτερου αναγκαστικού δανείου ήταν οι κάτοχοι χαρτονομισμάτων από 50 δραχμές και πάνω. Τότε κυκλοφορούσαν χαρτονομίσματα των 5, 10 και 25 δραχμών, τα οποία εξαιρέθηκαν από το κόψιμο «…διά να μη βαρυνθούν διά του μέτρου αι εργατικαί τάξεις, εις χείρας των οποίων ως επί το πλείστον κυκλοφορούν τα μικρά τραπεζογραμμάτια».
Η κυβέρνηση διέρρεε ότι μέσω του αναγκαστικού δανείου επιδίωκε την «εκκαθάριση της όλης οικονομικής καταστάσεως», ώστε να αποπληρωθεί ολόκληρο το κυμαινόμενο χρέος του Δημοσίου και, μέσω της μετατροπής του μισού των εντόκων γραμματίων σε δεκαετείς ομολογίες, να απέφευγε στο μέλλον την ανασύσταση του μεγάλου κυμαινόμενου χρέους. Ο δικτάτορας Πάγκαλος, παρότι στρατιωτικός, χρησιμοποιεί πολιτικάντικη ορολογία για να καθησυχάσει τους πολίτες, μιλώντας για τελευταίες θυσίες: «Ο ελληνικός λαός καλείται να συνεισφέρη ολόκληρος διά την ανόρθωσιν των δημοσίων οικονομικών της χώρας και πρέπει να είναι βέβαιος ότι η μικρά αυτή θυσία και εξ αυτής πρόσκαιροι δυσχέριαι θα είναι ασφαλώς αι τελευταίαι».
Το… ψαλίδισμα που ακόμη αποτελεί θέμα συζήτησης
Η αποτελεσματικότητα των δύο αναγκαστικών εσωτερικών δανείων της δεκαετίας του ’20 αποτελεί μέχρι σήμερα θέμα συζήτησης ανάμεσα στους οικονομολόγους. Το βέβαιο είναι ότι, παρά την πρωτοτυπία τους, είχαν μόνο άμεσα αλλά όχι μακροχρόνια θετικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία. Το δάνειο του 1922 μπορεί να έφερε με την «τακτική του σοκ» 1.550 εκατ. δρχ. στα άδεια κρατικά ταμεία, αλλά μόλις που κατάφερε να χρηματοδοτήσει για άλλους έξι μήνες τη Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922, ενώ το δεύτερο του 1926 απορρόφησε από τους πολίτες 1.250 εκατ. δρχ. αλλά δεν διαφύλαξε ουσιαστικά την ελληνική οικονομία από την κρίση του 1929 και τη χρεοκοπία του 1932.
Ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητάς τους, τα δύο αναγκαστικά δάνεια μπορεί να… ψαλίδισαν τα χρήματα των πολιτών, αλλά αποτέλεσαν θαυμάσια τροφή σε χρονογράφους και επιθεωρησιογράφους της εποχής, που, στο κλίμα των ημερών, έκοβαν και… έραβαν. Ο χρονικογράφος της εφημερίδας περιγράφει τις πρώτες ημέρες της σύγχυσης του δεύτερου αναγκαστικού δανείου, με τους πολίτες να σπεύδουν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς πριν από την εφαρμογή του μέτρου, αφού την επόμενη ημέρα τα χαρτονομίσματά τους θα είχαν 25% μικρότερη αξία: «Αλλοι έσπευδον να κανονίσουν με εξαιρετικήν προθυμίαν τους λογαριασμών των εις τον παντοπώλην της συνοικίας και τον φούρναρην. – Κυρ-Γιάννη, το λογαριασμό να σε πληρώσω. – Δεν πειράζει, κυρ-Νικολάκη, τον πληρώνεις αύριο. Α, όχι, να σου πω, εγώ θέλω να είμαι τακτικός. Και ο μπακάλης έσπευδε να εισπράξει τα οφειλόμενα, υπό το ειρωνικόν βλέμμα του πελάτου».
Κάποια άλλη, το 1922, μιλάει για μια νέα τέχνη που έρχεται στην επιφάνεια, αυτή του ψαλιδίσματος: «Χθες ένας εφάνη τόσον υποχρεωτικός καθώς με είδε να κόβω με το χέρι χιλιόδραχμα, ώστε προσεφέρθη να τα κόψη ο ίδιος. Ούτε ο παππούς την Πρωτοχρονιάν δεν κόβει με τόσην επιδεξιότητα την πίτταν. Απορώ πως δεν δημιουργήθει ακόμη το επάγγελμα του κόπτου χαρτονομισμάτων, αν και μου είπαν ότι εις τας συνοικίας αρκετοί αρτοποιοί έχουν αναλάβει την ειδικήν ταύτην εργασίαν με την μεγάλην των μάχαιραν. Ευτυχώς δωρεάν. Οι μόνοι που δεν κόβουν, αλλά και δεν ράβουν παραδόξως, είναι οι ράπται. Πού να τους πλησιάσει εφέτος πελάτης. Ζητούν οι ευλογημένοι μερικάς εκατοντάδας Γεωργίων Σταύρων».
ΧΡΟΝΟΜΗΧΑΝΗ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής