Εμπνευστής και ηθικός αυτουργός της συκοφαντίας ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1785-1862), Φιλικός, αγωνιστής του 1821, συγγραφέας και πολιτικός, στα «Απομνημονεύματά» του, για τα γεγονότα της περιόδου 1821-1843, τα οποία έγραψε από το 1851 έως το 1857, σημειώνει:
«Ο Καραϊσκάκης γινότανε πιο επίφοβος για τον Μαυροκορδάτο. Γι’ αυτό ο Μαυροκορδάτος κατέφυγε στη συκοφαντία, τον κατηγόρησε για προδότη, πως βρισκότανε δήθεν σε συνεννόηση με τον Ομέρ Βρυώνη, με το σκοπό να του παραδώσει τη Δυτική Ελλάδα…».
Ο Μακρυγιάννης, στα δικά του «Απομνημονεύματα», γράφει: «Ο εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ήταν σύμφωνος κι αυτός, ο Φαναριώτης, εις το σχέδιον να ξεκάμουν τους στρατιωτικούς… Ηύρε πρόφαση η εκλαμπρότη του εις το Μεσολόγγι, ότι ο Καραϊσκάκης αγρικήθη με τους Τούρκους.
Εβαλε ανθρώπους δικούς του, τους έκαμε κριτάς να τον περάσουνε από το κανάλι της δικαιοσύνης του, να τον σκοτώσουνε… Ο εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτήνων… ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τυράννων, κατάτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάσει εις θάνατον!…». Η στημένη δίκη, κατά σενάριο και σκηνοθεσία Αλ. Μαυροκορδάτου, διεξήχθη στο Μεσολόγγι στις 31 Μαρτίου και 2 Απριλίου 1824.
Ο Διονύσιος Κόκκινος στο έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις» (Εκδ. «Μέλισσα») γράφει: «Ο παροξυσμός του Μαυροκορδάτου κατά των στρατιωτικών απέρρεε βεβαίως εκ της πολιτικής του, της στρεφομένης πάντοτε κατά τούτων, τους οποίους δεν εννοούσε παρά ως πειθήνια όργανα, χωρίς να σκέπτεται ότι διά τούτων είχεν αρχίσει ο αγών και ότι χάρις εις την αυτοβουλίαν των, το ελεύθερον αίσθημα, τας αυτοθυσίας, τας τραχύτητας και τας φιλοδοξίας των, που εκάκιζε, είχαν επιτευχθεί νίκαι και ελευθερωθεί τόσα εδάφη… (βλ. και «Απαντα για τον Γ. Καραϊσκάκη», Εκδ. Μέρμηγκα, Τομ. Γ’ σελ. 630).
Ο Σπ. Τρικούπης δικαιολόγησε την πράξη του Μαυροκορδάτου, αφού ήταν συγγενής του. Είχε παντρευτεί την αδελφή του Αικατερίνη. Εγραψε ξηρά: «Η Επιτροπή εξετάσασα εξέδωκε την 2α Απριλίου πράξιν καταδικάζουσαν τον Καραϊσκάκην ως επίβουλον της πατρίδος και προδότην…». Η ζωή τα έφερε έτσι που ο Σπ. Τρικούπης εκφώνησε τον επικήδειο με ύμνους προς τον ήρωα. Οι νεκροί δεν είναι επικίνδυνοι…
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος επαναλαμβάνει τα όσα γράφει ο Τρικούπης, αλλά προσθέτει: «Υπό το κείμενον παραλείπεται η υπογραφή του γενικού διευθυντού (σημ. Μαυροκορδάτου) και παρατίθενται μόναι αι υπογραφαί των στρατηγών, των χιλιάρχων και των καπιτάνων» και συμπεραίνει ότι επρόκειτο περί πράξεως «καθαρώς διοικητικής, ης το περιεχόμενον κατ’ ουδένα λόγον δύναται να θεωρηθή ως δικαστική και ιστορική εξέλεγξις και απόδειξις της περί εσχάτης προδοσίας ενοχής του Γεωργίου Καραϊσκάκη» (Κων. Παπαρρηγόπουλου «Γεώργιος Καραϊσκάκης», Εκδ. Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 42-43).
Διαβάστε επίσης: Γεώργιος Καραϊσκάκης: Το γνήσιο τέκνο της Επανάστασης (Mέρος Α’)
Στη συνέχεια προσθέτει ότι αν ο Καραϊσκάκης ήταν ένοχος προδοσίας επειδή έστειλε τον Βουλπιώτη στους Τούρκους να συνεννοηθεί μαζί τους, ένοχος ήταν και ο ίδιος ο Βουλπιώτης. Αλλά αυτός όχι μόνο δεν καταδικάστηκε αλλά και «υπηρεσίαν μετ’ ολίγον έλαβε υπό τον στρατηγόν Δήμον Σκαλτσάν»…
Από τη συκοφαντία στην καταξίωση και στη δόξα. Ιούλιος 1826. Η Επανάσταση κινδύνευε να σβήσει. Ο Κιουταχής στη Ρούμελη και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο έσπερναν το θάνατο. Τότε ο Καραϊσκάκης παίρνει πρωτοβουλία. Συναντά στο Αργος τον Κολοκοτρώνη και ο Γέρος του Μωριά, προς ενίσχυσή του, του δίνει το γιο του Γενναίο και τον Νικηταρά με τα παλικάρια τους. Η κατάσταση είναι παραπάνω από κρίσιμη και η κυβέρνηση του δίνει την αρχιστρατηγία. Τότε αναδεικνύονται περισσότερο η φιλοπατρία του, η στρατιωτική του ευφυΐα, η ηγετική του ικανότητα, η ψυχική του ανωτερότητα.
Ο Καραϊσκάκης ως αρχιστράτηγος στη Ρούμελη πέτυχε τη συσπείρωση και ενότητα των Ελλήνων αγωνιστών και είχε στρατιωτικές επιτυχίες, με σπουδαιότερη αυτήν της Αράχωβας, την 22α Νοεμβρίου 1826. Εκ των δύο χιλιάδων περίπου Τούρκων στρατιωτών εφονεύθησαν οι 1.700 και σκοτώθηκαν και οι τέσσερις αρχηγοί τους. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης ονόμασε τη νίκη «λαμπροτάτην».
Ο καταπτοημένος λαός πήρε θάρρος και αναπτερώθηκε το ηθικό του. Η ελληνική κυβέρνηση πανηγύρισε τη νίκη με Δοξολογία.
Τον Ιανουάριο του 1827 από το Δίστομο έγραψε επιστολή στους πληρεξουσίους και τους κάλεσε σε ενότητα: «Εξοχώτατοι… η σωτηρία όλων μας κρέμεται από τη μεταξύ μας ομόνοια και αδελφοσύνη. Είμεθα όλοι αδελφοί και εν Εθνος.
Ας λείψη το Πελοποννήσιοι, Νησιώται, Ρουμελιώται, αλλ’ όλοι να νομιζώμεθα εν ως και είμεθα…». Αρχές Απριλίου και εν όψει της αποφασιστικής μάχης με τους Τούρκους στην Αττική, διορίσθηκαν από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Κόχραν στόλαρχος και ο Τζορτζ αρχιστράτηγος όλων των ελληνικών δυνάμεων.
Προσβολή για τους Καραϊσκάκη, Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, αλλά τους δέχθηκαν μπρος στο συμφέρον της πατρίδας. Ειδικότερα ο Καραϊσκάκης, για να μην προκαλέσει πρόβλημα στις τάξεις του στρατού, συγκατένευσε στις λανθασμένες αποφάσεις των Τζορτζ και Κόχραν, μία από τις οποίες είχε ολέθριο αποτέλεσμα για τη ζωή του κατά τη μάχη του Φαλήρου (Κων. Παπαρρηγόπουλου Βιογραφία Γ. Καραϊσκάκη, σελ 131 κ.ε.). Ο Γ. Καραϊσκάκης μετά τον εκεί θανάσιμο τραυματισμό του απεβίωσε ξημερώματα της 23ης Απριλίου 1827, ημέρας των ονομαστηρίων του.
Γράφει για το τέλος του ο Παπαρρηγόπουλος: «Πληγωμένος ο Καραϊσκάκης εζήτησε ιερέα και αφού εξωμολογήθη, εζήτησε συγχώρησιν παρ’ όλων των περιεστώτων και εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και ιδία χειρί υπέγραψε την διαθήκην του, ης επί πολύν χρόνον είχομεν εις χείρας ημών το πρωτότυπον.
Μετά παρήγγειλε να τον θάψωσι εις την κατά την Σαλαμίνα εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου και τότε ωσανεί επιφυλάττων τους τελευταίους αυτού λόγους διά τους φιλτάτους των συναγωνιστών, στραφείς προς τον Χριστόδουλον Χατζή Πέτρον και τον Γαρδικιώτην Γρίβαν, “ελάτε τώρα, τους είπε, να σας ασπασθώ”. Επειδή δε ούτοι εδάκρυον, επροσπάθησεν ο Καραϊσκάκης να τους εμψυχώση, παραγγέλλων ιδίως να καταβάλωσι πάσαν φροντίδα ίνα φυλάξωσι τας θέσεις αυτών και κατορθώθωσι την λύσιν της των Αθηνών πολιορκίας» (Αυτ. σελ.147).
Τον Απρίλιο του 1835 έγινε με πάσα μεγαλοπρέπεια η ανακομιδή των λειψάνων του Καραϊσκάκη από τη Σαλαμίνα στο Φάληρο, στη θέση όπου τραυματίσθηκε.
Ο παρών βασιλιάς Οθωνας έβγαλε τον Μεγαλόσταυρο που φορούσε στο στήθος του και τον απόθεσε επί της λειψανοθήκης λέγοντας: «Αθάνατε Καραϊσκάκη! Επειδή ζωντανό δεν Σε επρόφθασα διά να Σε βραβεύσω διά τας ηρωικάς υπέρ της Πατρίδας ανδραγαθίας Σου, εις την οποία προσέφερες την μεγίστην υπηρεσίαν, χύσας το αίμα Σου υπέρ Αυτής, τιμώ σήμερον τα λείψανά Σου με το βασιλικώτερον δώρον, τον Μέγαν Σταυρόν του Τάγματος του Σταυρού, αφίνων αυτόν διά παντός εις τον οίκον Σου εις ανεξάλειπτον μνήμην της προς Σε ευγνωμοσύνης του Εθνους».
Διαβάστε επίσης: Γεώργιος Καραϊσκάκης: Το γνήσιο τέκνο της Επανάστασης (Mέρος Α’)
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr