Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
Όλα αλλάζουν όμως όταν το ρολόι δείχνει 9 το βράδυ. Το EThe Magazine του EleftherosTypos.gr συνομίλησε με ανθρώπους που έζησαν τα δραματικά «Δεκεμβριανά» του 2008 είτε στο «πεδίο της μάχης» είτε λίγο πιο μακριά. 8 χρόνια μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου από τον ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας Επαμεινώνδα Κορκονέα, που συνοδευόταν από το συνάδελφό του Βασίλειο Σαραλιώτη. 8 χρόνια μετά τη βραδιά που «ενηλικίωση» απότομα μια ολόκληρη γενιά εφήβων και μετάλλαξε παράλληλα την αντιμετώπιση των Σωμάτων Ασφαλείας από τους πολίτες.
«Ψόφος σε όλα τα γουρούνια»
Ο Ανδρέας, 24 ετών σήμερα μας αφηγείται πώς έζησε τη νύχτα αλλά και τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία ενός σχεδόν συνομηλίκου του. «Βρισκόμουν στην Πανεπιστημιούπολη και αράζαμε με την παρέα όταν άρχισαν όλοι να δέχονται μηνύματα στα κινητά τους. Πρόσωπα σκοτείνιαζαν μέχρι που ήρθε και η σειρά μου. Όλα έγραφαν το ίδιο. 15χρονος νεκρός από σφαίρα μπάτσου. Παρότι η ώρα ήταν σχετικά περασμένη για να κυκλοφορούμε μόνοι μας, δε δειλιάσαμε στιγμή. Τηλεφωνώντας ασταμάτητα σε φίλους και γνωστούς κατεβήκαμε στο κέντρο και πήγαμε στα Εξάρχεια. Οι μπάτσοι είχαν αρχίσει ήδη να δέχονται τις πρώτες επιθέσεις. Μια καμμένη Αθήνα και νεκροί μπάτσοι θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκδικηθούμε το χαμό του Αλέξη» δήλωσε ο Ανδρέας, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως «ριζοσπαστικός αναρχικός».
«Χτυπούσα συνομηλίκους μου για να σώσω τη ζωή μου»
Ο Βασίλης, 28 ετών, εργάζεται εδώ και οκτώ χρόνια στην Ελληνική Αστυνομία και συγκεκριμένα στη μονάδα των ΜΑΤ. Τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου βρισκόταν στην οδό Ιπποκράτους με άλλους συναδέλφους του. «Ήταν απλά μία ακόμα μέρα στη δουλειά» δήλωσε. «Όλοι προετοιμαζόμασταν για τις εορταστικές άδειες και οι πλάκες μεταξύ των συναδέλφων έδιναν και έπαιρναν. Ξαφνικά, αρχίσαμε να ακούμε εκρήξεις αρκετά κοντά μας. Οι βόμβες μολότοφ μας ενημέρωσαν πριν δεχθούμε το σήμα από το Κέντρο. Αυτό που ζήσαμε τις επόμενες ημέρες ξεπερνούσε τους χειρότερους φόβους μας. Μας πετούσαν αντικείμενα ακόμα και απλοί άνθρωποι, συνταξιούχοι στις στάσεις των λεωφορείων.»
Ταυτόχρονα, η ψυχολογική κατάσταση των ενστόλων βρισκόταν στο ναδίρ τις ημέρες εκείνες. «Φεύγαμε από το σπίτι μας μετά από λίγες ώρες ξεκούρασης (δουλεύαμε τουλάχιστον 16 ώρες την ημέρα) και δεν ξέραμε αν θα επιστρέφαμε ζωντανοί. Ήμασταν αναγκασμένοι να δεχόμαστε όλες τις προκλήσεις και ταυτόχρονα να ελπίζουμε οι απέναντι να δείξουν έλεος, καθώς απαγορευόταν να αντισταθούμε»
«Ήταν η στιγμή να ξεσηκωθούν οι νέοι»
Ο κύριος Γιώργος είναι κάτοικος Εξαρχείων από το 1977. Δήλωσε πως δεν αποχωρίζεται τη γειτονιά αυτή και διατράνωσε την υπερηφάνεια του για την «απαγόρευση εισόδου» στους αστυνομικούς. «Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η νέα γενιά βρισκόταν σε λήθαργο. Μεταβλήθηκε σε μία γενιά, που την ένοιαζε απλά η καλοπέραση ξεχνώντας τους αγώνες. Το ξύπνημα του Δεκεμβρίου του 2008 ήταν απότομο αλλά και απαραίτητο. Το κράτος-δολοφόνος χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα τους, υποχρεώνοντάς τους να ενηλικιωθούν και να απαντήσουν στο άνανδρο χτύπημα.»
«Και η δική μας γενιά όμως όφειλε να συμπαρασταθεί. Παρότι ήμουν 59 ετών, κατέβηκα στο δρόμο από το επόμενο πρωί κιόλας. Ήταν καθήκον μας να απαντήσουμε στη βία με βία. Δεν ήταν λίγο αυτό που έγινε. Ένα νεαρό, αθώο παιδί δολοφονήθηκε από αστυνομικό. Ο Αλέξης ήταν παιδί όλων μας. Θα μπορούσε στη θέση του να βρίσκεται ο γιος μου.»
«Δεν πιστεύω πως ο αστυνομικός πυροβόλησε χωρίς λόγο»
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η οπτική του κυρίου Θανάση, κατοίκου Πετραλώνων, μιας γειτονιάς εντός του ιστορικού κέντρου, αλλά πολύ μακριά (ιδεολογικά κυρίως) από την περιοχή των Εξαρχείων. «Εκείνο το βράδυ γιόρταζε η σύζυγός μου και περίπου 20 φιλικά και συγγενικά πρόσωπα μας είχαν επισκεφθεί. Λίγο μετά τις 10, αν δεν κάνω λάθος, ξεκίνησαν τα κανάλια να διακόπτουν την κανονική ροή του προγράμματός τους και να ενημερώνουν για επεισόδια και ταραχές στα Εξάρχεια».
«Από την πρώτη στιγμή ήμουν σίγουρος πως o αστυνομικός δεν πυροβόλησε αναίτια. Και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια οι νεαροί προκάλεσαν. Και εγώ έχω δύο εγγονούς που βράζει το αίμα τους, αλλά δε βρίζουν αστυνομικούς στο δρόμο. Γιατί δεν πυροβόλησαν κάποιο παιδί στο Χολαργό που απλά είχε πάει βόλτα; Δεν είναι τυχαίο πως το περιστατικό συνέβη στα Εξάρχεια. Λυπάμαι για το νεαρό της ηλικίας του Γρηγορόπουλου, αλλά θεωρώ πως μόνος του έφαγε το κεφάλι του».
Η αντιμετώπιση της Αστυνομίας: Πριν και μετά τα «Δεκεμβριανά» του 2008
Ο αστυνομικός ποτέ δεν αποτελούσε τον «καλύτερο φίλο» του πολίτη. Ακόμα και την επταετία της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών που τα Σώματα Ασφαλείας απέκτησαν ισχύ και υπερεξουσίες, δεν έγιναν ποτέ αρεστοί στο σύνολο της κοινωνίας.
Παρότι στο πέρασμα των χρόνων υπήρξαν και άλλα περιστατικά «ωμής» βίας από όργανα της τάξης (Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς), κανένα δεν επηρέασε τη χώρα μας όσο αυτό του Δεκεμβρίου του 2008. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου αποτέλεσε τη θρυαλλίδα οξείας σύγκρουσης σύσσωμης σχεδόν της κοινωνίας με την Αστυνομία.
«Περήφανος για το άβατο των Εξαρχείων»
Ο κύριος Γιώργος, με «νωπές» ακόμα τις μνήμες των δικτατορικών χρόνων της ανελευθερίας και της λογοκρισίας, θεωρεί τον αστυνομικό ένα «πιόνι» του συστήματος. «Όργανο είναι και αυτός. Μέρος του βρώμικου συστήματος. Δεν μπορώ να τους βλέπω να συμπεριφέρονται τόσο επιθετικά χωρίς λόγο. Εδώ στα Εξάρχεια κανείς δεν τους θέλει. Έρχεται η δημοτική αστυνομία και πετάμε γλάστρες από τα μπαλκόνια. Και καλά κάνουμε», τονίζει.
«Τα Εξάρχεια είναι μία ελεύθερη περιοχή μέσα στην αστυνομοκρατούμενη Αθήνα. Και αυτό δε θα το αλλάξει κανένας πρωθυπουργός, κανένας υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Όλοι οι Εξαρχειώτες είμαστε περήφανοι για τη γειτονιά μας».
«Να καθαρίσει επιτέλους το κέντρο της Αθήνας»
Αντίθετος με την «γκετοποίηση» των Εξαρχείων εμφανίζεται ο κύριος Θανάσης. «Τι πάει να πει απαγορεύεται να μπουν αστυνομικοί εδώ; Με ποιο δικαίωμα δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στα όργανα της τάξης; Αυτά είναι απαράδεκτα φαινόμενα εν έτει 2016. Όπως και το άσυλο στα Πανεπιστήμια. Όποιος δεν έχει να κρύψει κάτι, δε φοβάται την αστυνομία. Άποψή μου είναι πως πρέπει οι αρχές να καθαρίσουν μια και καλή την Αθήνα από ταραχοποιά στοιχεία. Πρέπει να μπορώ να κυκλοφορώ ασφαλής.
Ειλικρινά, ντρέπομαι για αυτές τις εικόνες. Όταν όμως τους κλέβουν αμέσως την Αστυνομία ειδοποιούν. Αυτοί είμαστε όμως σαν κράτος» προσθέτει. «Θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Και να βρίζουμε τον αστυνομικό και να μας προστατεύει. Αυτά δε γίνονται. Για μένα, ο αστυνομικός είναι ένας φύλακας-άγγελος που ρισκάρει τη ζωή του για να είμαστε εμείς ασφαλείς», καταλήγει ο κάτοικος των Πετραλώνων.
Φυσικά, θα αποτελούσε έκπληξη εάν οι απόψεις των «αιώνιων» αντιπάλων στις οδομαχίες του κέντρου της Αθήνας περί αντιμετώπισης της αστυνομίας δε διέφεραν σαν τη μέρα με τη νύχτα.
«Θα ντρεπόμουν αν το παιδί μου γινόταν μπάτσος»
Η συνάντηση με τον Ανδρέα έγινε την επομένη της 8ης επετείου από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Είχε μόλις επιστρέψει από την πορεία-επεισόδια στα Εξάρχεια και μόλις που στεκόταν στα πόδια του. «Πολύ κυνηγητό, αλλά για άλλη μια χρονιά τους γλεντήσαμε», μου είπε. Όταν τον ρώτησα γιατί έχει τόσο μένος έναντι των αστυνομικών, τα μάτια του έλαμψαν.
«Δεν τους μπορώ. Δεν αντέχω να τους βλέπω. Εάν το παιδί μου γινόταν μπάτσος θα ντρεπόμουνα. Δε θα τον άφηνα. Όταν βλέπω αστυνομικό, νιώθω σαν να έχω ζήσει όλη την ιστορία του συστήματος. Από τους δωσίλογους, τους ταγματασφαλίτες και τους Εσατζήδες μέχρι τους ασφαλίτες που βλέπω σε κάθε γωνία. Μου θυμίζουν τις προκλήσεις που δεχόμασταν όταν πονάγαμε για τον Αλέξη. Όσο ζω θα τους πολεμάω. »
Πριν φύγω, μου ζήτησε να γράψω πως, για άλλη μια χρονιά, και αυτές οι νύχτες ήταν «του Αλέξη».
«Περήφανος που υπηρετώ τους πολίτες»
Δημιουργώντας το ιδανικό σκηνικό αντίθεσης, συναντήσαμε τον Βασίλη λίγο μετά τη λήξη της βάρδιάς του. «Άλλη μια μέρα στη δουλειά», μου είπε ευχαριστώντας την τύχη που για ακόμα μία χρονιά και οι συνάδελφοί του αλλά και οι «απέναντι» απέφυγαν τις απώλειες.
«Άλλη μια μάχη τελείωσε. Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω όμως. Γιατί τόσο μίσος; Κι εμείς μεροκαματιάρηδες είμαστε. Δεν έχουμε κάτι να χωρίσουμε. Προφανώς και έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται για την ποιότητα ζωής. Αλλά μήπως κι εμείς καλοπερνάμε; Ξέρεις πόσες φορές έχουμε σκεφτεί να κατέβουμε σε μια πορεία να διαδηλώσουμε; Αλλά φυσικά επειδή ξέρουμε τι θα συμβεί αν μας αναγνωρίσουν το ξεχνάμε την επόμενη στιγμή.
Θέλω να ξέρεις ένα πράγμα μόνο. Ακόμα και στα επεισόδια στα Εξάρχεια, που όλοι θέλουν να μας κάψουν ζωντανούς, εγώ προσωπικά δε βλέπω εχθρούς. Βλέπω συνομηλίκους μου, οι οποίοι δεν ξέρουν πού και με ποιο τρόπο να διοχετεύσουν τη δικαιολογημένη οργή τους. Αν μπορούσα να το αλλάξω μονομιάς αυτό θα το έκανα. Ένα πράγμα δεν αλλάζω όμως. Την περηφάνεια του να υπηρετώ τους πολίτες και να συμβάλλω στην ευτυχία τους, μέσω της διασφάλισης της ακεραιότητάς τους.»