Γράφει ο Ανδρέας Ντίνης
Σε αυτό το τεύχος του EThe Megazine του EleftherosTypos.gr θα ασχοληθούμε με τους Αλβανούς εκείνους που θέλοντας να βρουν ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους και τις οικογένειες τους ήρθαν στην Ελλάδα, δούλεψαν, έμειναν, σχεδόν, μια ζωή αλλά η «τύχη» τα έφερε διαφορετικά… Λόγω κρίσης αναγκάστηκαν να γυρίσουν ξανά πίσω και να φτιάξουν για δεύτερη φορά από την αρχή μια νέα ζωή. Σε μια χωρά που ουσιαστικά έγινε άγνωστη για αυτούς που όντας μεγαλύτεροι επέστρεψαν και σε μια χώρα που είναι τελείως άγνωστη για τα παιδιά τους. Παιδιά που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο εδώ και αφομοιώθηκαν τελείως στην Ελληνική κουλτούρα.
Βρήκαμε και μιλήσαμε με μερικούς από αυτούς τους Αλβανούς για την ζωή τους τώρα, την αντιμετώπιση που είχαν από τους «ντόπιους» όταν επαναπατρίστηκαν ,για την δουλειά τους αλλά και για το αν θα ξαναγύριζαν πίσω στην Ελλάδα ή όχι…
Ο μέσος μισθός στην Αλβανία σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat είναι γύρω στα 280 ευρώ τον μήνα, ενώ την ίδια στιγμή στην Ελλάδα κοντά στα 750 (Στοιχεία Ιανουαρίου 2016). Με τον δημόσιο υπάλληλο εκεί να παίρνει 300 ευρώ μέγιστο μισθό και τον ιδιωτικό υπάλληλο 200 ευρώ. Η ζωή είναι σχεδόν ίδια με την Ελλάδα απλά «Εκεί δεν έχεις τα επιπλέον έξοδα όπως το ενοίκιο, ενώ και οι μηνιαίες υποχρεώσεις σου είναι μειωμένες καθώς οι λογαριασμοί είναι λίγο φθηνότεροι από την Ελλάδα. Αλλά και η φορολογία σου είναι η μέρα με την νύχτα» μας λέει χαρακτηριστικά ο Γκέντσι Μαρτάκου που ήρθε στην Ελλάδα το 1994 με σκοπό να μείνει μόνιμα.
Στην Ελλάδα γνώρισε και την γυναίκα του και αποφάσισαν να συνεχίσουν να ζουν εδώ μέχρι που η κρίση τα έφερε αλλιώς… Το 2014 ο Γκέντσι, που δούλευε σε ένα εργοστάσιο, έμεινε άνεργος και αναγκάστηκε να κάνει «δουλειές του ποδαριού». «Μόνο η γυναίκα δούλευε και αυτή έπαιρνε 600 ευρώ. Τι να πρωτοπληρώσουμε;» μας λέει χαρακτηριστικά . « Το ενοίκιο μόνο ήταν 350 ευρώ. Έμενα και δούλευα στο Νέο Ηράκλειο. Αφού κάναμε το παιδί και άρχισαν τα επιπλέον έξοδα, όπως σχολείο, φροντιστήριο, να πληρώσουμε τους λογαριασμούς και το βασικό να φάμε, είδαμε πως δεν βγαίναμε! Πήραμε την μεγάλη απόφαση και γυρίσαμε πίσω στην Αλβανία».
«Στην επιστροφή όμως στην Κορυτσά τα πράγματα ήταν και εκεί δύσκολα στην αρχή. Ήμασταν οι νέοι που γυρίσαμε και όλοι μας κοίταζαν με μισό μάτι. Ήταν δύσκολο να κάνουμε το οτιδήποτε. Εδώ μου έκανε ένας φίλος την πρόταση να ανοίξουμε ένα ξυλουργείο. Τα καταφέραμε μετά από πολύ κόπο. Μπορεί στην Ελλάδα να λέτε ότι έχετε γραφειοκρατία αλλά εδώ είναι πολύ χειρότερα. Αν δεν είσαι φίλος του κόμματος (κυβέρνηση Ράμα) ή αν δεν τα έχεις πολύ «καλά» με τον δήμο δεν θα τα καταφέρεις. Μέτα από κόπο, όμως, καταφέραμε και το ανοίξαμε και τώρα παλεύουμε. Εγώ δεν το ήξερα το επάγγελμα, αλλά το έμαθα αναγκαστικά. Το πρώτο διάστημα εδώ έκανα ότι δουλειά έβρισκα. Αυτή την στιγμή μπορώ να πω πως είμαι ένας από τους καλύτερους μαραγκούς της περιοχής. Τώρα που η Αλβανία περνάει σε μια περίοδο ανάπτυξης κάτι κάνουμε από δουλειά. Ξέρουμε πως θα έχουμε κάτι να φάμε σήμερα. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε!».
Στην ερώτηση για το αν θα γύριζε πίσω στην Ελλάδα μας απάντησε κατηγορηματικά. «Όχι. Δεν νομίζω να φτιάξουν σύντομα τα πράγματα εκεί. Ελπίζω πως «αύριο» θα είναι καλύτερα αλλά… Έχω πολλούς φίλους εκεί που θα ήθελα να είναι καλά. Μπορεί να έχω χάσει την επαφή μαζί τους, όμως, ξέρω πως περνάνε δύσκολα».
Αυτό που του λείπει από την Ελλάδα είναι και αυτό για το οποίο φημίζεται η χώρα μας: «Η καλή ζωή με όποιο τρόπο και αν την πάρει κανείς. Από την βόλτα για καφέ, τον ήλιο, την θάλασσα και φυσικά οι φίλοι μου».
Ακόμα ένας όμως Αλβανός που δούλευε στην Ελλάδα ως οικοδόμος και η γυναικά του σε μια βιοτεχνία με υφάσματα μίλησε στο EThe Magazine για την δική του «Ιθάκη» και την ζωή του.
Ήταν το 1997 όταν και ο Ρενάτο παίρνει την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα για δουλειά. Στην ερώτηση γιατί έφυγαν μας απάντησε πως «Η κρίση φταίει. Δεν υπάρχει ζωή στην Ελλάδα για κανέναν. Η καθημερινότητα, ήταν και πιστεύω πως τώρα, είναι ακόμα πιο δύσκολη. Δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα. Εμένα η δουλειά μου μειώθηκε πολύ, όπως καταλαβαίνετε δεν υπάρχουν πια οικοδομές και τα μεροκάματα ήταν πολύ λίγα, ενώ το εργοστάσιο που δούλευε η γυναίκα μου έκλεισε. Εγώ έκανα ότι μεροκάματα έβρισκα όπως και η γυναίκα, αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι λογαριασμοί κάθε τέλος του μήνα έπρεπε να πληρωθούν. Έτσι πήραμε την απόφαση το 2013 να γυρίσουμε πίσω».
«Ζούσαμε 17 χρόνια στην Ελλάδα και πήραμε την μεγάλη απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Εκεί, που όλοι σε κοιτάνε με μισό μάτι πιστεύοντας πως τόσα χρόνια στην Ελλάδα έχεις κάνει λεφτά και τώρα πας εκεί σαν το πλούσιο θείο, αλλά δεν είναι έτσι» μας λέει με θλίψη.
Εκεί κάνει την ίδια δουλειά με εδώ αλλά τα έξοδα είναι λιγότερα. «Παίρνω περίπου 300 ευρώ τον μήνα και η γυναίκα μου αλλά 150. Είμαστε μια χαρά. Οι λογαριασμοί είναι σχεδόν το ίδιο με την Ελλάδα αλλά εδώ δεν έχουμε το ενοίκιο…» μας είπε. «Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Αλλά τι να κάνουμε έτσι τα φέρνει η ζωή και εμείς ακολουθούμε».
Τελικά η οικονομική κρίση αποδεικνύεται για άλλη μία φορά πως δεν κάνει διακρίσεις. Όμως, το συμπέρασμα από την έρευνα είναι πως η Ελλάδα από χώρα της ευημερίας πλέον έχει μετατραπεί σε χώρα εξορίας… Ελάχιστοι θα επέλεγαν την χώρα μας ακόμη και αν αυτοί ήταν οικονομικοί μετανάστες, πόσο μάλλον…. επενδυτές!!!