Ενα βιβλίο παρακολουθεί κατά πόδας γευστικές διαδρομές χιλιετιών, από τα μινωικά χρόνια μέχρι την ελληνιστική εποχή και μας δίνει αφορμές να καθίσουμε και πάλι γύρω από το τραπέζι.
Με τα τηγάνια, τις κατσαρόλες και τα ταψιά να έχουν πάρει φωτιά αυτές τις μέρες, η Μαρία Θερμού μάς ανοίγει μια άλλη πόρτα που οδηγεί κατευθείαν «Στα μαγειρεία των αρχαίων», όπως τιτλοφορείται το βιβλίο της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ολκός».
Κάθε σελίδα του αποτελεί και μια διαφορετική γευστική περιπλάνηση. Η γνωστή δημοσιογράφος μάς οδηγεί για ψώνια στους πάγκους της αγοράς, μας καθίζει στα ανάκλιντρα των συμποσίων, όπου οι δίσκοι με τα φαγητά πάνε κι έρχονται, ξεκλειδώνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη γευστικές προτιμήσεις, οι οποίες, ανάλογα με την εποχή, μοσχομυρίζουν μέντα και κανέλα, ψητά κρέατα και ψάρια, ώριμα σύκα και χρυσαφένιο μέλι από τις κυψέλες του Υμηττού, αλλά και μυρωδικά λογής λογής που πρόσθεταν νοστιμιά στα φαγητά.
«Η αφήγηση αρχίζει από τις προϊστορικές λιχουδιές της μινωικής Κρήτης, του Αιγαίου και των Μυκηναίων, περνάει στα ομηρικά επικά φαγοπότια με την κνίσα των ψημένων κρεάτων και τα μυρωδάτα κρασιά και από εκεί φτάνει στον πλούσιο, και από πλευράς αγαθών, κόσμο των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, με τις υπέροχα απρόσμενες γεύσεις και τους απροσδόκητους συνδυασμούς», σημειώνει η συγγραφέας.
Τα είδη των τροφών και οι πρώτες ύλες, οι αρχαίοι μάγειροι και οι συνταγές τους, τα σκεύη παρασκευής φαγητού, τα σερβιρίσματα και τα συμπόσια οδηγούν σε μια έκρηξη εφευρετικότητας, αναζητήσεων και γαστριμαργικών απολαύσεων για τον ουρανίσκο. Οι ακριβές και περίπλοκες γεύσεις ήταν προνόμιο των πλούσιων και καλοφαγάδων, ενώ οι φτωχοί βολεύονταν με τα λιγότερα. Το ψωμί από σιτάρι, για παράδειγμα, το κατανάλωναν μόνο οι οικονομικά εύρωστοι, ενώ οι υπόλοιποι έτρωγαν ένα μίγμα σίτου και κριθαριού ή μόνο κριθαριού.
Το πρώτο όσπριο που καταναλώθηκε στον ελλαδικό χώρο ήταν η φακή, ενώ αργότερα προστέθηκαν η φάβα, τα ρεβίθια και τα κουκιά. Τα αρχαιότερα ίχνη κρασιού χρονολογούνται στο 4500 π.Χ. Αναφερόμενος ο Ομηρος στην παλαίωση του κρασιού σημειώνει πως «αποσφραγίζεται στα έντεκα χρόνια».
«Το βέβαιο είναι», επισημαίνει η συγγραφέας, «ότι ήδη από την προϊστορική εποχή η κατανάλωση κρασιού αποτελεί σύμβολο μιας ενιαίας πολιτιστικής ταυτότητας, που συνδέει τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου». Μαζί με το κρασί, απαραίτητο στοιχείο κάθε φαγητού ήταν το λάδι. Απολιθώματα που βρέθηκαν στην ηφαιστειακή λάβα της Θήρας δείχνουν πως η παρουσία του ελαιόδεντρου στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται τουλάχιστον πριν από 50.000 χρόνια!
Πολύ σημαντικές πληροφορίες για την παρασκευή των φαγητών προσφέρουν κατάλοιπα τροφών που εντοπίστηκαν σε διάφορα σκεύη.
«Κρέας μαγειρεμένο με ελαιόλαδο, χορτόσουπες ή σούπες ανάμικτες με όσπρια και λαχανικά και πάντα με την προσθήκη λαδιού, γλυκού κολοκυθιού και μελιού. Κρέας, φακές και λάδι περιείχε μια μεγάλη τριποδική χύτρα από το ανάκτορο των Μυκηνών, κρέας, δημητριακά, φασόλια και μέλι βρέθηκαν σε αγγείο της Θήβας, κρέας και πάλι μαζί με δημητριακά σε άλλο αγγείο από την Αργολίδα», γράφει η Μαρία Θερμού.
Το συκώτι, τα νεφρά και το μεδούλι ήταν περιζήτητες νοστιμιές. Κάθε φορά που ένα κάρο έφτανε από το Φάληρο στο άστυ, φορτωμένο με ψάρια και θαλασσινά, χτυπούσε το καμπανάκι του δήμου. Η σαρδέλα ήταν προσιτή σε όλους, ενώ «σε απόλυτη απαξίωση βρισκόταν το μαρούλι», καθώς «ιατροί και βοτανολόγοι ήταν απολύτως βέβαιοι πως προκαλούν σεξουαλική ανικανότητα»!
Εξαιρετική λιχουδιά για τους πλούσιους ήταν και το γουρουνάκι γάλακτος. Στα χρόνια του Αριστοφάνη κόστιζε τρεις δραχμές, όταν το ημερομίσθιο ενός δημοσίου υπαλλήλου ήταν μία δραχμή. Τα πλούσια πιάτα ήταν απλησίαστα για τους φτωχούς. «Οι φτωχοί της αρχαίας Αθήνας -και ήταν πολλοί- δεν επρόκειτο να τα δοκιμάσουν ποτέ στη ζωή τους. Για αυτούς τα λαχανικά, τα όσπρια, ίσως το τυρί και τα μικρά ή παστά ψάρια αποτέλεσαν επί αιώνες το περιεχόμενο του διαιτολογίου τους…».
Ενα κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στα ειδικά φαγητά. Ο μέλανας ζωμός των Σπαρτιατών -«ίσως το διασημότερο φαγητό της αρχαίας Ελλάδας»- λέγεται πως είχε στα συστατικά του χοιρινό κρέας, αίμα, αλάτι και ξίδι, χωρίς να γνωρίζουμε επακριβώς τη συνταγή του. Μια σούπα μαύρου χρώματος με πολύ έντονη γεύση, «αηδιαστική για τους άλλους Ελληνες». Σύμφωνα όμως με σημερινές εκτιμήσεις, θα πρέπει «να ήταν εξαιρετικά δυναμωτική και πλήρης».
Ο Αριστοφάνης, ο Μένανδρος, ο Αρχέστρατος ως πατέρας της γαστρονομίας, ο Αθηναίος με τους περίφημους «Δειπνοσοφιστές» του, αλλά και ο Ομηρος, ο Ησίοδος, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής είναι «συνοδοιπόροι» του αναγνώστη στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και γευστικό ταξίδι του «Στα μαγειρεία των αρχαίων». Ενα βιβλίο που δεν το χορταίνεις.
Αντώνης Καρατζαφέρης
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής