Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά σε λαχνούς παρουσιάζεται μάλιστα στη βιογραφία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όταν ο παγκόσμιος Ελληνας, που βρίσκεται ακόμα στο ενετοκρατούμενο Ηράκλειο, γράφει για κάποια άδεια που παίρνει από τις ενετικές αρχές για να πουλήσει, με τη μέθοδο της κλήρωσης, λαχνούς στις 26 Δεκεμβρίου 1566 με έπαθλο ένα έργο του με θέμα τη Σταύρωση.
Η παντελής απουσία νομικού πλαισίου για την έκδοση και πώληση λαχείων ύστερα από την απελευθέρωση της χώρας οδηγεί στο φαινόμενο της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας εισαγόμενων λαχείων και πολλών εγχώριων λαχνών, αγνώστου φερεγγυότητας, εκ των οποίων ουδείς συνεισφέρει κάτι στην ασθενική οικονομία της χώρας. Ετσι, ο Ποινικός Κώδικας του 1833, στα άρθρα 683, 684 και 685, προβλέπει κυρώσεις για οποιαδήποτε συμμετοχή (αγορά, πώληση, διοργάνωση) σε κάθε είδους τοπικού ή εισαγόμενου λαχείου ή λαχνού. Το 1836 με Βασιλικό Διάταγμα επιτρέπεται η έκδοση λαχείων αποκλειστικά για την κάλυψη φιλανθρωπικών δαπανών ή προαγωγής της εγχώριας βιομηχανίας.
Το πρώτο επίσημο λαχείο που κυκλοφορεί στην Ελλάδα έρχεται το 1849 ως αποτέλεσμα μιας πρωτοποριακής για την εποχή ιδέας. Το νεοσύστατο κρατίδιο έχει ανάγκη επανασύνδεσης με το ιστορικό του παρελθόν, αλλά οι αρχαιολογικοί χώροι είναι για αιώνες εγκαταλελειμμένοι και παραδομένοι στα χέρια Ελλήνων και ξένων αρχαιοκαπήλων. Η Αρχαιολογική Εταιρία, προσπαθώντας να περισώσει και να αναδείξει τους δεκάδες αρχαιολογικούς χώρους, θεσπίζει το Λαχείον Οικίας, το οποίο προσφέρει ένα σπίτι στο μεγάλο νικητή, με την προσπάθεια να επιτυγχάνει. Το
1859 κυκλοφορεί το Λαχείο των Ζαππείων Ολυμπιάδων που αποτελούν τον πρόδρομο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ τον Νοέμβριο του 1874 πάλι η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ουσιαστικό χορηγό τον τζόγο. Τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ παρουσιάζει το πρώτο επίσημο λαχείο της χώρας, το λεγόμενο Λαχείο Αρχαιοτήτων. Κυκλοφορεί από την Αρχαιολογική Εταιρία, το διαχειρίζεται η Εθνική Τράπεζα, κοστίζει 3,30 δρχ., με τον πρώτο λαχνό να κερδίζει 22 χιλ. δρχ. και προσφέρει το ¼ των εισπράξεων στους τυχερούς, ενώ τα ¾ αξιοποιούνται σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Πράγματι, από αυτά τα έσοδα ξεκινούν οι ανασκαφές στο θέατρο του Διονύσου και στη Στοά του Αττάλου. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κυκλοφορούν ακόμα το Λαχείο Φιλαρχαίων, το 1862, το Λαχείο υπέρ των Κρητών Προσφύγων και του Κρητικού Αγώνα, το 1867 και το Λαχείον Συλλόγου Παρνασσός, το 1875.
Τον Ιούνιο του 1904 το υπουργείο Οικονομικών εκδίδει το πρώτο αμιγώς κρατικό λαχείο, που ονομάζεται Λαχείο υπέρ του Εθνικού Στόλου, για το οποίο, δύο μήνες μετά, ξεσπά μέγας πολιτικός και οικονομικός σάλος. Η κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη πουλά στη Βιομηχανική Τράπεζα 100 χιλ. από 1 εκατ. λαχεία του Εθνικού Στόλου που κυκλοφορούν εκείνη τη χρονιά, με την τράπεζα να αποκτά και το δικαίωμα έκδοσης δικών της λαχείων ίδιας εμφάνισης με των κρατικών, μπερδεύοντας έτσι τους αγοραστές. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει χαρακτηριστικά: «…τις επέτρεψεν εις την Τράπεζαν ταύτην να εκτυπώσει ίδια λαχεία, με ιδιαίτερον τύπον, ιδιαιτέρα σήματα, ιδιαιτέρα σφραγίδα, να φέρη δε σύγχυσην ταύτην, ώστε ουδείς να γνωρίζει απατώμενος ποια είναι τα γνήσια, τα αληθή και πραγματικά του Στόλου λαχεία και ποια τα λαχεία τα προορισμένα μόνον να αυξήσουν τα κέρδη της τράπεζας ταύτης;».
Η κυβέρνηση, μέσω του υπουργού Οικονομικών, Σιμόπουλου, απαντά ότι η αγορά 100 χιλ. λαχείων εξασφαλίζει την οικονομική επιτυχία του εγχειρήματος, ενώ για την έκδοση από την τράπεζα δικών της λαχείων ο υπουργός αναφέρει πως η τράπεζα ουσιαστικά «κόβει» τα αγορασμένα από αυτή λαχεία σε τέσσερα μερίδια, τα οποία εν συνεχεία πουλά μεμονωμένα ώστε να διασφαλίσει τη δική της εύλογη προμήθεια που ανέρχεται στο 10%. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο λαχεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Στόλου συγχωνεύονται το 1906 στο νέο Λαχείον υπέρ του Εθνικού Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος που αποτελεί, για σχεδόν 20 χρόνια, το μοναδικό κρατικό λαχείο στη χώρα.
Το 1926 η δικτατορία Πάγκαλου παραχωρεί με δεκαετή σύμβαση στην εταιρία Ελληνικόν Λαχείον Α.Ε., συμφερόντων του τραπεζίτη Μάριου Μοδιάνο, την έκδοση, διαχείριση και κυκλοφορία του Λαχείου υπέρ του Εθνικού Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος, η οποία κυκλοφορεί επίσης το Μέγα Λαχείον και το Λαϊκόν Λαχείον μέχρι το 1929, που κηρύσσεται έκπτωτη. Την ίδια χρονιά πρωτοκυκλοφορεί το «Σουιπστέικ», το οποίο επανακυκλοφορεί το 1932, το 1950 και το 1967.
Η μετατροπή της λαχειοφόρου αγοράς στον ετήσιο χορό των συντακτών, αρχικά το 1931, σε προαιρετικό λαχείο και, εν συνεχεία, το 1935 σε κανονικό λαχείο, με την ονομασία Λαχείο Συντακτών, με δύο ετήσιες κληρώσεις, αποτελεί την πιο πετυχημένη μετατροπή ενός επαγγελματικού λαχνού σε επικερδές λαχείο. Στους τυχερούς προσφέρονται σπίτια, μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και πολλά αντικείμενα. Το λαχείο διαφημίζεται με τον κατάλληλο τρόπο στα έντυπα της εποχής, με αποτέλεσμα για πολλές δεκαετίες να αποτελεί το δημοφιλέστερο λαχείο της χώρας, αλλά και τη βάση της υγειονομικής περίθαλψης των δημοσιογράφων που μέχρι τότε στερούνταν ασφάλισης και περίθαλψης με αποτέλεσμα η κηδεία πολλών εξ αυτών να γίνεται με εράνους μεταξύ συναδέλφων.
Η τεράστια επιτυχία του Λαχείου Συντακτών προκαλεί μεγάλες έριδες με τα κρατικά λαχεία που έχουν δημιουργηθεί την ίδια περίοδο. Το 1937 ξεκινά το Εθνικόν Λαχείον διαδοχικών κληρώσεων, το 1941 το Λαϊκόν Λαχείον του Στόλου μετατρέπεται σε Λαϊκό Λαχείο υπέρ της Κοινωνικής Πρόνοιας και αυτό στην πορεία γίνεται γνωστό ως Λαϊκό Λαχείο. Τη «λύση» στην κυριαρχία του Λαχείου Συντακτών δίνει η απριλιανή δικτατορία, όταν μόλις τρεις μήνες μετά τη βίαιη άνοδό της στην εξουσία το καταργεί με αναγκαστικό νόμο και το αντικαθιστά με το Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Πρόνοιας, γνωστό ως Πρωτοχρονιάτικο, που κληρώνει μία φορά στο τέλος κάθε έτους.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Τον προηγούμενο αιώνα κυκλοφορούν και αρκετά άλλα, λιγότερο επιτυχημένα λαχεία, όπως το Λαχείο Φιλανθρωπικού Ασύλου Κρήτης (1903), το Ελληνικόν Λαχείον (1926), το Λαχείον Θεσσαλονίκης (1931), το Λαχείο Λέσχης Λακώνων (1935), το Μέγα Πολεμικόν Λαχείον (1940), το Πολιτιστικό Λαχείο (1981), το Ευρωπαϊκό Λαχείο (1997), αλλά και πολλά κρατικά λαχειοφόρα δάνεια.
Η προσδοκία του πρώτου λαχνού γίνεται εθνικό πάθος που σατιρίζεται συχνά στις ελληνικές ταινίες. Στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη αντιδικούν για το σε ποιον ανήκει το λαχείο που κερδίζει τον πρώτο λαχνό, στο «Κορόιδο γαμπρέ» το κέρδος ενός διαμερίσματος οδηγεί τους Βασίλη Αυλωνίτη και Νίκο Σταυρίδη στο να το… κόψουν στη μέση, στο «Αν έχεις τύχη» ο πρώτος λαχνός που κερδίζει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ από το λαχείο που βρήκε στο δρόμο τον βάζει σε μπελάδες, ενώ στο «Ξύπνα, Βασίλη», τα απρόσμενα κέρδη αλλοιώνουν κοινωνικά και… ιδεολογικά τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τρελαίνουν τον Γιώργο Κωνσταντίνου όταν γνωρίζει τον ποιητή Φανφάρα.
Τι θα συνέβαινε αν κέρδιζες τον πρώτο αριθμό…
Ολοι, κάποια στιγμή στη ζωή μας, έχουμε σκεφτεί τι θα συνέβαινε αν κερδίζαμε τον πρώτο αριθμό του λαχείου, το ΠΡΟ-ΠΟ, το Τζόκερ και γενικότερα οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι… Πού και πώς θα ξοδεύαμε τον πακτωλό χρημάτων που θα έφταναν αιφνίδια κάποια στιγμή μπροστά στα πόδια μας… Για κάποιους ανθρώπους αυτή η ονειροπόληση έγινε πραγματικότητα. Κάποιων άλλων, όπως αυτός που θα διαβάσουμε παρακάτω, η φαντασία έτρεχε γρηγορότερα από την τύχη…
Βρισκόμαστε στο 1908 και ο αρθρογράφος μιας εφημερίδας της εποχής πίνει αμέριμνος τον καφέ, όταν ανοίγοντας την εφημερίδα βλέπει ότι έχει κερδίσει τον πρώτο λαχνό από το Λαχείο υπέρ του Εθνικού Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος. Ο δημοσιογράφος ουσιαστικά κάνει ρεπορτάζ μιας εμπειρίας που ελάχιστοι από εμάς έχουμε γνωρίσει: Τι συμβαίνει στο μυαλό ενός ανυποψίαστου ανθρώπου την ώρα που βλέπει ότι κερδίζει τον πρώτο αριθμό του λαχείου…
«Εις μιαν στιγμήν επέρασε μια σειρά σκέψεων από τον εγκεφαλόν μου. Πώς θα παρουσιαζόμουν εις τον κ. Κοφινάν (σ.σ.: προϊστάμενος του Γραφείου του Λαχείου που υπήρχε στο υπουργείο Οικονομικών) και τι θα του έλεγα, αν έπρεπε να σπεύσω ή να βραδύνω διά να μη δείξω ότι αποδίδω υπερβολικήν σημασίαν εις το κέρδος. Επειτα εφοβήθην μήπως με προλάβει κανείς πλαστογράφος και γεννηθούν ζητήματα και αναβολές και μπλεξιές. Οχι, θα πήγαινα το πρωί της επιούσης και ει δυνατόν θα ήμουν ο πρώτος επισκέπτης του κ. Κοφινά. Εκατό χιλιάδες! Δεν ήτο και μικρόν το ποσόν. Ηδύνατο να εξασφαλίσει μιαν μετριόφρονα ευτυχίαν εις έναν άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει υπερβολικούς πόθους. Εις μιαν στιγμήν εσκέφθηκα και πώς θα εχρησιμοποίουν αυτόν τον πλούτον, διά να μη κινδυνεύσω να τα χάσω. Πόσα πράγματα δύναται να σκεφθεί ο άνθρωπος εις ένα λεπτόν, όταν η σκέψις κινείται με τον ατμόν της συγκινήσεως!».
Τι είχε συμβεί; «Κοιτάζω λοιπόν και τι βλέπω; ότι ήμουν ο ηλιθιώτερος των αφηρημένων. Το σημείωμα το οποίον μου έδωκε τόσας συγκινήσεις εις μιαν στιγμήν, περιείχε όχι τους αριθμούς των λαχείων μου, αλλά τους αριθμούς που είχαν κερδίσει. Ητο το σημείωμα που είχα κάμει τη βραδιά της κληρώσεως»…
Καλή χρονιά σε όλους και καλή τύχη σε ό,τι θεωρεί ο καθένας λαχείο στη ζωή του…