Παρότι στην αρχαία Ελλάδα μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους το ντύσιμο ήταν αποτέλεσμα πρακτικών αναγκών όπως το κρύο, ενώ το γυμνό όχι μόνο δεν ήταν ταμπού αλλά αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας όλων, σταδιακά μετά την εμφάνιση όλων των σημερινών κυρίαρχων θρησκειών (Χριστιανικός, Ισλαμισμός, Ιουδαϊσμός κ.λπ.) σταδιακά το γυμνό σώμα στοχοποιήθηκε, με αποτέλεσμα το ρούχο να μετατραπεί σε προϋπόθεση και το γυμνό ταμπού.
Αυτά περιληπτικά συνέβαιναν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν στην Ευρώπη -κυρίως στη Γερμανία- και την Αμερική άρχισε να αναβιώνει το κίνημα του γυμνισμού. Μάλιστα, πολλοί από τους αρχικούς συλλόγους γυμνιστών που δημιουργούνται ανά τον κόσμο παίρνουν το όνομά τους από την αρχαία Ελλάδα, όπως «Σπάρτη» στη Νορμανδία, ενώ το πρώτο περιοδικό γυμνιστών στον κόσμο, που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1921, ονομαζόταν «Γυμνός».
Αρχαιολατρία
Οπως ήταν φυσικό, η νέα αυτή παγκόσμια τάση… πασπαλισμένη με αρκετή αρχαιολατρία και φυσιολατρία, φτάνει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Το 1930, μάλιστα, δημιουργείται, όπως αναφέρει ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής, ο πρώτος σύλλογος Αθηναίων γυμνιστών στην Ελλάδα: «Οι γυμνισταί είναι, ως γνωστόν, φυσιολάτραι, οι οποίοι εβάλθηκαν ν’ απαλλάξουν τους συνανθρώπους των από τα ενδύματα που τους εφόρεσε ο πολιτισμός και να τους ενθαρρύνουν να ζουν γυμνοί μέσα εις την φύσιν, όπως ο προπάτωρ μας Αδάμ και η κυρία του εις τον Παράδεισον. Και δίδουν αυτοί πρώτοι το παράδειγμα. Ο Σύλλογος των Αθηναίων Γυμνιστών ιδρύθη προ έτους από έναν μηχανικόν, άρτι απελθόντα εξ Ευρώπης, όπου το κίνημα του γυμνισμού έχει τελείως εξαπλωθεί».
Τι έκανε αυτός ο μηχανικός κατά το ρεπορτάζ; «Προσηλύτισεν εις το ούλτρα μοντέρνο κήρυγμά του καμιά εκατοστή νεαρούς και νεαράς σνομπ της καλής αθηναϊκής τάξεως και εξήλθεν μετ’ αυτών εις αναζήτησιν περιβάλλοντος καταλλήλου προς έμπρακτον εφαρμογήν της θεωρίας των». Πράγματι, ο χώρος αυτός βρέθηκε χάρις σε κάποιο μεγαλοεπιχειρηματία της εποχής που παραχώρησε στο σύλλογο την έπαυλή του στο Παλαιό Φάληρο:
«Εγκατεστάθησαν λοιπόν εκεί, έκαναν τα λουτρά των, την ηλιοθεραπείαν των και κατόπιν συγκεντρώνονταν εις τον κήπον, όπου παρέμεναν όλη την ημέραν κάτωθι των ωραίων δενδροστοιχιών. Την εσπέραν εχόρευον υπό την συνοδείαν γραμμοφώνου φοξ τροτ, βαλς, ουάν στεπ, τανγκό και άλλα τινά χορευτικά. Μόνο το σαββατόβραδον η ορχήστρα του γνωστού μαέστρου Σκιαπαρέλλι με τας καλλιφώνους καλλιτέχνιδας Μιράντας Δεστούνη, Πετρούλας Κυριαζή και Νίτσας Λαλάκη, καθώς και τους θαυμασίους τραγουδιστάς Θεμ. Διονυσίου και Δημήτρη Λαμπαδιάριον, συνοδευόμενοι υπό τας χαβάγιας και τας κιθάρας του κυρίου Κωνσταντίνου Μπέζου, έδιδον εις την γυμνήν συντροφιάν μιαν πολύπλευρον ευθυμίαν. Βεβαίως, ήταν κάπως… άτοπος η εμφάνιση της ενδεδυμένης δι’ επισήμου ενδύματος ορχήστρας, αλλά οι επόμενοι παρευρισκόμενοι με τας ωραίας κορμοστασιάς των προσέδιδον εις όλους μια καθαυτήν παραδείσιαν εικόνα. Αλήθεια, ουδέν το μεμπτόν εις την θείαν, αλλά και ανθρωπίνην αυτών γυμνότητα».
Πέρα από τη γλαφυρότητα της παραπάνω περιγραφής, αξίζει να εστιάσουμε σε μία λεπτομέρεια. Ενα από τα ονόματα που εμφανίζονται να συνοδεύουν μουσικά τους γυμνιστές στους χορούς τους είναι αυτό του Κωνσταντίνου Μπέζου. Ο τελευταίος αποτελεί έναν εκ των κορυφαίων συνθετών του ρεμπέτικου τραγουδιού του Μεσοπολέμου, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Α. Κωστής. Η εικόνα του συνθέτη τραγουδιών της περιόδου όπως «Παξιμαδοκλέφτρα», «Βαρέσαν μάγκα στην υπόγα», «Τρούμπα», «Χασικλής», «Η φυλακή είναι σχολείο» κ.λπ. να παίζει χαβάγια (είχε αντίστοιχο συγκρότημα) μπροστά σε γυμνούς χορευτές αποτελεί σίγουρα μια απόλυτη εικόνα ελληνικού σουρεαλισμού…
Υπερβολές
Ηταν όμως έτσι τα πράγματα όπως αναφέρουν οι παραπάνω περιγραφές; Σχεδόν σίγουρα, όχι. Μπορεί να βρισκόμαστε στην περίοδο του Μεσοπολέμου όπου υπάρχει μεγαλύτερη ελευθεριότητα, αλλά σίγουρα το… πιπεράτο του θέματος έδινε άπλετο χώρο στο να γράφονται πολλές φήμες και υπερβολές που εξήπταν τη λαϊκή φαντασία και φούντωναν το κουτσομπολιό. Το πιο λογικό είναι οι γυμνιστές αυτής της εποχής να ήταν κάποιοι τολμηροί φυσιολάτρες που κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι, διοργανώνοντας αθλητικούς αγώνες στην προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου κάλλους.
Το παραπάνω ενισχύουν αναφορές όπως αυτή της εφημερίδας «Μακεδονία» το 1932. Τότε, η γνωστή εφημερίδα δημοσίευε επί ημέρες διαφημιστικό προπομπό του ρεπορτάζ του κυριακάτικου φύλλου της με τον εντυπωσιακό τίτλο «Οι γυμνισταί του Χορτιάτη», λέγοντας ότι θα έχει πολυήμερο αφιέρωμα σε κάποιους γνωστούς Θεσσαλονικείς, οι οποίοι γυρίζουν γυμνοί στο δάσος του Χορτιάτη… «Εις διάφορα σημεία του Χορτιάτη έχουν στηθεί σκηνές από ιδιώτες εις σχετικήν απόστασιν η μία από την άλλην, στεγάζουσα μια δεκάδα γυμνιστών, προσώπων λίαν γνωστών εις την κοινωνίαν της Θεσσαλονίκης».
Την πρώτη ημέρα της δημοσίευσης ο δημοσιογράφος «ανακάλυψε» ανάμεσα σε δύο καστανιές ένα μελαχρινό νέο να κάνει κάτω από τον καυτό ήλιο σουηδική γυμναστική και υποσχέθηκε ότι τις επόμενες ημέρες θα συνοδεύσει το ρεπορτάζ με αντίστοιχες αποκλειστικές φωτογραφίες.Στην πραγματικότητα, βέβαια, στο ρεπορτάζ οι γυμνιστές μετατρέπονταν σε ημίγυμνους και ντυμένους, αποκαλύπτοντας στην ουσία ένα είδος κατασκήνωσης-κάμπινγκ της εποχής στην περιοχή, με τους θαμώνες να διοργανώνουν κάποιους αγώνες γυμναστικής, απλά ντυμένοι ελαφρότερα από τα ήθη της εποχής. Σε μια συνέντευξη ένας από τους «γυμνιστές» δήλωσε στην ερώτηση αν θα προχωρήσει η γυμνική ιδέα: «Το πιστεύω ακραδάντως. Και γιατί όχι; Θα γίνουν και σ’ εμάς στην αρχή πάρκα γυμνιστών. Επειτα ο κόσμος θα εγκολπωθεί την ιδέα. Κλιματολογικώς, ο γυμνισμός υποβοηθείται στην Ελλάδα. Βέβαια, το χειμώνα δεν θα ζούμε εδώ επάνω εφόσον είμαστε ένας μικρός όμιλος».
Η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε όλους αυτούς τους «περίεργους» συλλόγους, ενώ φυσικά κανείς δεν μιλούσε για γυμνισμό τη δεκαετία του ’40 εν μέσω Παγκόσμιου και Εμφύλιου Πολέμου. Τα πρώτα, νέα, δειλά βήματα επανεμφάνισης του κινήματος έγιναν τη δεκαετία του ’50 μαζί με τα πρώτα κύματα ελαφρά ντυμένων τουριστών που άρχισαν να φτάνουν στη χώρα. Τη δεκαετία του ’60 οι εφημερίδες έγραφαν πως οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής αναζητούσαν δύο χώρους όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ζώνες ελεύθερου γυμνισμού. Οι πρώτες περιοχές που προσπάθησαν να δημιουργήσουν τέτοιες «ζώνες γυμνότητας» ήταν αυτές της Ρόδου και του Λουτρακίου, ώστε να προσελκύσουν τον αντίστοιχο τουρισμό. Ολα αυτά, βέβαια, συνέβαιναν με πολλές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και της Εκκλησίας που μιλούσαν για σημεία και τέρατα, για έκκληση ηθών και Σόδομα και Γόμορρα. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1983 για να καταργηθεί το άρθρο 353 περί «Πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις», ώστε να αποποινικοποιηθεί με σχετικό νόμο ο γυμνισμός, όταν συνέβαινε μέσα σε γυμνιστικά κέντρα που λειτουργούσαν με την άδεια και την εποπτεία του ΕΟΤ.
«Για φαντασθείτε μιαν κηδείαν με 300 άνδρες γυμνούς…»
Ανεξαρτήτως δημοσιογραφικών υπερβολών και λαϊκού κουτσομπολιού, το βέβαιο είναι ότι η συζήτηση περί γυμνισμού είχε ανάψει για τα καλά τη περίοδο του Μεσοπολέμου και σε αυτήν λάμβαναν μέρος οι πάντες. Στο παρακάτω δημοσίευμα του 1931 θα γνωρίσουμε, μέσω κάποιων δημοσιευμένων διαλόγων, τη λίγο «παλαιομοδίτικη» αντίληψη που υπήρχε τότε περί του θέματος: «Εγινε συζήτηση περί των γυμνιστών και των σκοπών των εις μιαν φιλικήν συγκέντρωσην.
-Αχ, είπεν η κυρία, το καλοκαίρι κάπως υποφέρεται ο γυμνισμός. Τώρα τον χειμώνα όμως; Μπρρρ… Μόνο που το σκέφτομαι, κρυώνω.
-Εχετε δίκαιον, αλλά η υγεία;
-Ας μην γίνεται λόγος περί υγείας και δεν συμμαζεύεται, έκαμε ο γηραιός καθηγητής. Ας ίδωμεν μόνον ποιοι είναι οι τελικοί σκοποί του γυμνισμού.
-Η επάνοδος εις το αρχαίον κάλλος, το κατά φύσιν ζην, η ελευθερία, η άνεσις, η απαλλαγή από τα δεσμά του σύγχρονου ψευδοπολιτισμού.
Ο κ. καθηγητής ανέπνευσεν: Α μπα!
-Τότε; Η επάνοδός μας εις την πρωτόγονον κατάστασιν.
-Λέτε;
-Ασφαλώς. Μου φαίνεται όμως πως η προσπάθεια είναι ματαία. Και τούτο διότι είναι ασυμβίβαστος προς την σημερινήν κοινωνικήν ζωήν. Για φαντασθείτε, κυρίαι και κύριοι, να παρακολουθούμεν μιαν κηδείαν τριακόσιοι ή και περισσότεροι άνδρες γυμνοί. Οσον και αν υποτεθεί ότι έχωμεν πολιτισμόν, ότι εσυνηθίσαμεν το γυμνόν, πάλι δεν είναι δυνατόν να μην σκανδαλισθώμεν. Αντί της Τροχαίας, θα κληθεί τότε το Τμήμα Ηθών διά να επιβάλει την τάξιν. Αν είμεθα άγριοι, χωρίς κοινωνικάς σχέσεις, απηλλαγμένοι προλήψεων ή επιτέλους ζώα υπακούοντα εις ορισμένους νόμους της φύσεως, τότε θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο γυμνισμός δεν ήτο επικίνδυνος. Τώρα όμως…
-Ωστε δι’ αυτόν και μόνον τον λόγον είναι καταδικασμένος ο γυμνισμός σε αποτυχίαν;
-Ναι, δεν μου φαίνεται να χρειάζεται και άλλος. Για φαντασθείτε τον κόσμον γυμνόν και μαινόμενον από ερωτικόν οργασμόν. Θα αναχαιτισθείτε αμέσως και αν ακόμα είχατε αποφασίσει να γίνετε γυμνιστής».
Κωνσταντίνος Μποδρόκας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου