Στην Εθνική Τράπεζα πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη συναλλαγή ιδιωτικοποίησης των τελευταίων ετών, με το συνολικό τίμημα για τις μετοχές ύψους 1 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να υπερκαλύπτεται κατά 9,5 περίπου φορές. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι οι προσφορές, οι οποίες ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, προέρχονται από κορυφαίους θεσμικούς επενδυτές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν αυτό συνδυαστεί και με την περίπτωση της Alpha Bank, στην οποία τοποθετήθηκε ως στρατηγικός μέτοχος η ιταλική UniCredit, όλα αυτά δείχνουν ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα από τα διεθνή κεφάλαια είναι τεράστιο.
Οι θετικές αυτές εξελίξεις είναι ανάγκη να κατευθυνθούν και στην πραγματική οικονομία. Ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα θα πρέπει να αυξηθεί και τα πιστωτικά ιδρύματα να προσφέρουν χαμηλότοκα επιτόκια δανεισμού σε επιχειρήσεις και καταναλωτές προκειμένου να ενισχύσουν την παραγωγική διαδικασία και παράλληλα να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων ώστε να περιοριστεί η πολύ μεγάλη ψαλίδα που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στις χορηγήσεις και τις καταθέσεις.
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα, από «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης που θεωρείτο το 2015, όταν βρέθηκε ένα βήμα πριν την έξοδο από το ευρώ, έχει μετατραπεί σήμερα σε έναν υπερελκυστικό επενδυτικό προορισμό, καθώς οι οικονομικές εξελίξεις φέρνουν επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και αυξάνουν τα εισοδήματα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εμπεδώσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και αυτός είναι ο λόγος που οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές επιλέγουν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στη χώρα μας. Ανάπτυξη και επενδύσεις δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις και για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών.