«Ο αμερικανικός λαός πρέπει να γνωρίζει ποια είναι τα ανταγωνιστικά οικονομικά οράματα για τα οποία μιλάμε», είπε ο Τζο Μπάιντεν χθες Τετάρτη, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης στο Μέριλαντ (ανατολικά), αναφερόμενος στο ότι ο ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων παρουσίασε τα σχέδιά του τη Δευτέρα στη Γουόλ Στριτ.
Ο αμερικανός πρόεδρος δηλώνει αντίπαλος της θεωρίας «trickle-down economics», κατά την οποία η μείωση της φορολογίας στις μεγάλες περιουσίες και στις πολυεθνικές εταιρείες αυτόματα φέρνει οφέλη στις λαϊκές τάξεις, καθώς διευκολύνει επενδύσεις και «διάχυση» του πλούτου· αυτοπροβάλλεται ως υπερασπιστής των βιομηχανικών εργατών και των συνδικάτων.
«Πιστεύετε ότι (ο Κέβιν Μακάρθι) είπε στους πλούσιους και στους ισχυρούς πως είναι καιρός να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να πληρώσουν αυτό που τους αναλογεί δίκαια σε φόρους; Ούτε κουβέντα», πρόσθεσε ο ογδοντάρης δημοκρατικός, που καλεί να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τους πιο προνομιούχους Αμερικανούς.
«Είπε μήπως στις πολυεθνικές να σταματήσουν να κρύβουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους και να μεταφέρουν αλλού θέσεις εργασίας; Δεν άκουσα τίποτα τέτοιο», συνέχισε, προσάπτοντας ακόμη στους Ρεπουμπλικάνους πως θέλουν να βάλουν βαθιά το μαχαίρι στις κοινωνικές δαπάνες.
«Καταστροφικό»
Ο αμερικανός πρόεδρος κατηγόρησε ακόμη τους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ πως έχουν βαλθεί να οδηγήσουν τις ΗΠΑ «στην κήρυξη στάσης πληρωμών αν δεν δεχτώ τις στρεβλές ιδέες τους», κάτι «καταστροφικό».
Ο Κέβιν Μακάρθι του επέστρεψε τις… φιλοφρονήσεις χθες, κρίνοντας κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Καπιτώλιο, σχεδόν ταυτόχρονα, πως οι Δημοκρατικοί «δεν έχουν δικαίωμα να παίζουν πολιτικά παιγνίδια με το όριο του χρέους» και στηλιτεύοντας τις «ακραίες θέσεις» τους.
Αναφέρθηκε ξανά στα σχέδιά του: να επανέλθει το ύψος των δαπανών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης –που θεωρεί πως είναι εκτός ελέγχου– στο επίπεδο του 2022 και να περιοριστεί η αύξησή τους στο 1% ετησίως τα επόμενα δέκα χρόνια.
Σε αντάλλαγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα συναινούσαν να αυξηθεί για ένα ορισμένο διάστημα το «όριο του χρέους».
Μελάνια Τραμπ: Η άγνωστη ζωή της Πρώτης Κυρίας των ΗΠΑ - Το μόντελινγκ, οι πλαστικές επεμβάσεις
Πρόκειται για αμερικανική ιδιαιτερότητα: οι ΗΠΑ είναι η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο όπου το κοινοβούλιο καλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αυξάνει το όριο δανεισμού της κυβέρνησης.
Το περίφημο «όριο» των 31,4 τρισεκατομμυρίων καλύφθηκε στα μέσα Ιανουαρίου και οι ΗΠΑ αποφεύγουν μέχρι εδώ την κήρυξη στάσης πληρωμών χάρη σε προσωρινά μέτρα.
Μπραντεφέρ
Αν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι δεν μπορέσουν να συνεννοηθούν, οι ΗΠΑ ίσως βρεθούν από το καλοκαίρι σε κατάσταση άνευ προηγουμένου: να μην είναι σε θέση να αποπληρώνουν εμπρόθεσμα τις δανειακές τους υποχρεώσεις, κάτι που δυνητικά θα έθετε σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία.
Για δεκαετίες τυπική διαδικασία, η ψηφοφορία αυτή μετατράπηκε σε μπραντεφέρ από τους Ρεπουμπλικάνους ήδη τα χρόνια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα· ωστόσο, πάντοτε επιτυγχάνονταν συμβιβασμοί.
Μέχρι τώρα
Θα συμβεί το ίδιο κι αυτή τη φορά;
Ο Τζο Μπάιντεν, που αρνείται κατηγορηματικά να διαπραγματευτεί όρους για την αύξηση του «ορίου του χρέους», ανεβάζει τους τόνους.
Κρίνει πως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν είναι πια «το κόμμα των γονιών μας», πιο συγκεκριμένα κατηγορεί την αμερικανική δεξιά πως έχει ενστερνιστεί τις ακραίες θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Πέρα από τα δημοσιονομικά των ΗΠΑ, παίζονται –προφανώς– οι προεδρικές εκλογές του 2024 και η πρόθεση κάθε πλευράς να υπερασπιστεί το δικό της οικονομικό και κοινωνικό όραμα.
Ο Λευκός Οίκος δίνει έμφαση στα πεπραγμένα του Τζο Μπάιντεν, που εξασφάλισε την έγκριση γιγαντιαίου προγράμματος δημόσιων επενδύσεων, και την εικόνα του προέδρου που προήλθε από τη μεσαία τάξη, αντιπαραβάλλοντάς τη με αυτή του Ντόναλντ Τραμπ, δισεκατομμυριούχου γεννημένου σε κόσμο προνομίων.
Για να υπογραμμίσει τη διαφορά, ο Τζο Μπάιντεν –που ακόμη δεν έχει αρχίσει επισήμως προεκλογική εκστρατεία– έδωσε στη δημοσιότητα προχθές Τρίτη τη φορολογική του δήλωση. Κάτι που ο προκάτοχός του στον Λευκό Οίκο, ερχόμενος σε ρήξη με την άγραφη πολιτική παράδοση δεκαετιών, αρνήθηκε και αρνείται πάντα να πράξει.