Για αρχή, να πούμε πως η Κίνα του 1989 έχει τόση σχέση με τη σημερινή όση ο Δίας με τον Πλούτωνα. Βρισκόταν στην αρχή της οικονομικής φιλελευθεροποίησης, η οικονομία της ήταν απειροελάχιστο κλάσμα της σημερινής, αστική και μεσαία τάξη πρακτικά δεν υπήρχε – ούτε φυσικά σχέδια κατάκτησης της Σελήνης, των λατινοαμερικανικών και αφρικανικών πόρων ούτε οράματα αναβίωσης του νέου «Δρόμου του Μεταξιού» ούτε αξιώσεις παγκόσμιας συγκυριαρχίας με τις ΗΠΑ.
Η φοιτητική εξέγερση του 1989 ήταν κατ’ αναλογία ό,τι η Σορβόννη και το Μπέρκλεϊ το 1968 ή το Πολυτεχνείο το 1973, προσαρμοσμένη βέβαια στις κινεζικές κοινωνικοοικονομικές και εθνοπολιτισμικές αξίες. Η Κίνα του 2022 υποφέρει από πολλές ασθένειες του σύγχρονου καπιταλισμού (φούσκα ακινήτων, έλλειψη ενεργειακών πόρων, αναπτυξιακό ταβάνι, περιβαλλοντική υποβάθμιση, κρατική διαφθορά), αλλά ο εγκλεισμός της Covid έπεσε σαν μετεωρίτης πάνω στα κεφάλια μιας μεσαίας τάξης που είχε ανταλλάξει ως ένα βαθμό την ελευθερία της έκφρασης με την αέναη ευημερία.
Με το που κλονίστηκε η δεύτερη, ξεχύθηκε σαν χείμαρρος μια καταπιεσμένη ανάγκη γι’ αυτό το κάτι παραπάνω (ελευθερία έκφρασης, μετακίνησης, εντέλει οντολογικής αυτοπραγμάτωσης) που αποζητούν όλες οι ανερχόμενες οικονομικά και μορφωτικά κοινωνίες όταν το στερούνται. Ολα αυτά ενώ το λαϊκό υποκείμενο βρίσκεται σε κραυγαλέα διαφορά φάσης με ένα ολοένα πιο προσωποπαγές, σκληρό, ανελαστικό, εθνικιστικό και επιθετικό διεθνώς καθεστώς, που δυσκολεύεται να διαχειριστεί την κατάσταση με τις κλασικές μεθόδους. Qui vivra verra (όποιος ζήσει θα δει), που λένε και οι Γάλλοι…