Oχι άδικα. Ο Σόιμπλε ασκούσε την εξουσία με έναν κυνικό έως τιμωρητικό τρόπο όχι επειδή είχε προσωπικά κίνητρα, αλλά γιατί με αυτή τη μέθοδο εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα του Βερολίνου.
Η κρίση του ευρώ χρησιμοποιήθηκε από την Καγκελαρία ως ευκαιρία για να «γερμανοποιηθεί» η ευρωζώνη. Η Μέρκελ, με την πολιτική κυριαρχία που διέθετε έναντι των υπόλοιπων Ευρωπαίων ηγετών, επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Θέλησε ουσιαστικά να «υποτιμήσει» το ευρώ μέσω της λιτότητας, ώστε να μπορέσει να κάνει ανταγωνιστικότερα τα γερμανικά προϊόντα.
Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, με διμερείς συμφωνίες που είχε συνάψει μυστικά με τη Μόσχα εξασφάλιζε για τις βιομηχανίες φθηνή ενέργεια για την προμήθεια φυσικού αερίου.
Η Γερμανία αναπτύχθηκε εν μέσω κρίσης, όμως ταυτόχρονα εξέθρεψε το λαϊκισμό και εντός των συνόρων της (όπως φαίνεται τώρα, με τον ακροδεξιό σχηματισμό AfD να βρίσκεται στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων), αλλά και εκτός, όπου αναδείχθηκαν ακραία κόμματα, αριστερά και δεξιά.
Ο Σόιμπλε ήταν ο εκφραστής της οικονομικής πολιτικής που εν ονόματι μιας «ηθικής» που παρέπεμπε στον προτεσταντισμό τιμωρούσε όσους πίστευε ότι απειλούσαν τη γραμμή αυτή ή εκτρέπονταν από τη δημοσιονομική πειθαρχία.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Δύο φορές επιχείρησε να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Η πρώτη ήταν τo 2011, όταν πρότεινε στον τότε υπουργό Οικονομικών, Ευάγγελο Βενιζέλο, την επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή, προσφέροντας μάλιστα μία «αερογέφυρα» βοήθειας σε τρόφιμα και φάρμακα για να αντιμετωπισθεί η ανθρωπιστική κρίση που θα προκαλείτο από το νομισματικό χάος.
Η δεύτερη ήταν την άνοιξη του 2015, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα πίστευε ότι οι δανειστές θα έτρεμαν εάν τους απειλούσε με το Grexit. Στην πράξη συνέβαινε το αντίθετο, ο Σόιμπλε όχι μόνο δεν φοβήθηκε από την «μπλόφα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. για έξοδο από το ευρώ, αλλά θέλησε να την επιδοτήσει και με 5-6 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως απάντησε στον κομιστή της ιδέας Βαρουφάκη.
Συνολικά, ο Σόιμπλε δεν ήθελε την Ελλάδα στο ευρώ και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετούσε πλήρως τα σχέδιά του. Το φθινόπωρο του 2014, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά είχε βάλει την οικονομία σε σωστό δρόμο και η ανάπτυξη είχε κάνει ξανά την εμφάνισή της μετά από 5 χρόνια βαθιάς ύφεσης, ο Τσίπρας προειδοποιούσε τον πρωθυπουργό να μην υπογράψει το παραμικρό, γιατί δεν θα αναγνώριζε τις δεσμεύσεις του. Αλλο που δεν ήθελε ο Σόιμπλε. Ο Τσίπρας προκάλεσε πρόωρες εκλογές και με την «περήφανη» διαπραγμάτευση οδήγησε την Ελλάδα εκεί που πραγματικά επεδίωκε το Βερολίνο. Σε θέση πλήρους αδυναμίας και ένα βήμα πριν από τον γκρεμό του Grexit.
Ο Σόιμπλε μπορεί να μην πέτυχε την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά κέρδισε την εκχώρηση όλης της δημόσιας περιουσίας για 99 έτη στο Υπερταμείο, όπου τον έλεγχο τον έχουν οι δανειστές, καθώς και την επιβολή του αχρείαστου μέχρι το 2015 τρίτου Μνημονίου.
Ο θάνατός του έφερε στις μνήμες όλων τις δύσκολες ημέρες των Μνημονίων. Η Ευρώπη, ή καλύτερα το Βερολίνο, αντιμετώπισε την κρίση του ευρώ με εθνικά κριτήρια, άλλωστε δεν ήταν η Ελλάδα η μόνη μνημονιακή χώρα, ακολούθησαν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και σε ένα βαθμό και η Ισπανία. Το Βερολίνο για αρκετά χρόνια ήταν από τους κερδισμένους της κρίσης, όμως η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Μόσχα και η κάμψη της παραγωγικής της μηχανής σε σχέση με ανταγωνίστριες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, φανέρωσαν τα δομικά προβλήματά της.
Ο Σόιμπλε για πολλούς αντιπροσώπευε το πρόσωπο του κακού. Στην πράξη εκπροσωπούσε μια ταραγμένη εποχή, που δεν θέλουμε να θυμόμαστε.