Γι’ αυτή τη συνέχεια και τη σύνδεση του λαού μας με την παράδοσή του ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο σπουδαίο συνθετικό ποιητικό και θεατρικό του έργο «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», παρουσιάζει έξοχα τα βιώματά του από την ελληνική Ιστορία και το ελληνικό πνεύμα. Το έργο αρχίζει με την Αλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο κόσμος φωνάζει «Εάλω! Εάλω! Εάλω!» και οι τρεις Αναγνώστες παρατηρούν: «Αλλο δεν ημπορέσαμε, μας πρόλαβε η φωτιά, σώσαμε τα Βαγγέλια του έθνους μοναχά…». Και ο Αγγελιοφόρος τρέχοντας κραυγάζει: «Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων!» και προσθέτει: «Εξαρθρώνονται οι πέτρες και το σίδερο καταλύεται, ερημώνουνε οι κορφές απ’ τα κάστρα που αφανίζονται, αλλά το χτισμένο φως δεν ξεχτίζεται…». Και ο Γέροντας εξηγεί: «Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι, και όταν συλλαβαίνεσαι ασύλληπτη, κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια, κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι, κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα κι άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη την οδό προς τον Αδη… Κι όταν ενταφιάζεσαι, δεν μένεις εκεί, παρά μόνο για μια ή για δυο, το πολύ για τέσσερις νύχτες, οπότε “όρθρου βαθέος” γιομίζεις το φως με πίδακες της Ανάστασης!».
Προχωρώντας το έργο, ο ποιητής εξηγεί πώς ο Ελληνισμός διασώθηκε. Ο Αναγνώστης του έργου διαπιστώνει ότι εκεί που όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα έγινε έρημος «με ολίγο χορτάρι» ακούγονταν ψίθυροι και κομμένα σφυρίγματα και ο Γέροντας του εξηγεί: «Ητανε τα “Κρυφά Σχολειά”, όπου μέσα τους, “χιονισμένο, βρεγμένο”, συνάζονταν όλο το έθνος. Και το κιτρινισμένο ράσο του παπά, το υφασμένο πριν από την Αλωση, μύριζε σμύρνα από κείνη που οι μάγοι οδοιπορούντες επήγαν και φιλέψανε τον Ιησού».
Ο Βρεττάκος, με το εμπνευσμένο ποιητικό του ύφος, προχωρεί την ιστορία στον Κοσμά τον Αιτωλό, στον Σαμουήλ. στον Μακρυγιάννη, στο Ζάλογγο, στον
Ρήγα, στα Ψαρά, στον Σολωμό, στον Δικαίο, στον Ησαΐα, στο Αρκάδι. Και φτάνει στον επίλογο, που είναι και επίλογος της ζωής του. Γράφει: «Εγώ, ο σε λίγο απερχόμενος, ο βαθιά ευτυχής, ο τιμημένος να είμαι από το χώμα σου… και που ο λόγος σου ο άφατος μου δίδαξε το άπαντο… και είναι εδώ όπου πίνοντας το νερό σου το έκαμα αιώνια πόσιμο», λόγος που θυμίζει το «ύδωρ το ζων και αιώνιο» που προσέφερε ο Ιησούς στη Σαμαρείτιδα.