Δεν διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια, δεν επιβιώνουν επειδή τα έσοδά τους καλύπτουν τα έξοδα, ο «οργανισμός» δεν απασχολείται με το πώς θα πετύχει καλύτερα μερίδια αγοράς σε εμπορικά δικαιώματα, φανέλες ή και σε ευρωπαϊκά χρηματικά έπαθλα.
Εξαρτώνται σε βαθμό επιβίωσης ή λουκέτου από τους ιδιοκτήτες. Εάν ο «μεγαλομέτοχος» βάζει λεφτά, τότε όλα καλά, εάν φύγει, η ομάδα θα χρεοκοπήσει, οικονομικά και αγωνιστικά. Το έχουμε δει στο παρελθόν, όλα επαφίενται στη διάθεση του «ισχυρού άνδρα» της ομάδας, για να χρησιμοποιήσουμε μία έκφραση-κλισέ των γηπέδων.
Αυτή η σχέση εξάρτησης συμπαρασύρει τα πάντα στη λειτουργία των ομάδων. Οι διοικήσεις είναι ανίσχυρες. Aντί να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, να χαράσσουν στρατηγικές ανάπτυξης και να λειτουργούν με το όραμα του συλλόγου, μετατρέπονται σε χειροκροτητές και αυλοκόλακες των αφεντικών, συνυπογράφοντας χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε κίνησή τους.
Γύρω από την ομάδα αναπτύσσονται οπαδικοί στρατοί, που εύκολα μεταλλάσσονται σε λυσσασμένες αγέλες χούλιγκαν με πόρους από «καπέλα» σε εισιτήρια και άλλες παροχές, ως ανταπόδοση στη δήθεν «στήριξη» που παρέχουν μέσα αλλά, κυρίως, έξω από τα γήπεδα, στους δρόμους της βίας.
Οι δημοσιογράφοι που βρίσκονται εκτός γραμμής, επειδή θέλουν απλώς να κάνουν τη δουλειά τους, στοχοποιούνται εάν γράψουν κάτι που δεν αρέσει στην ομάδα, γίνονται ανεπιθύμητοι στα γήπεδα.
Το κλίμα νοσηρό, τελικώς ανακυκλώνει το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κατ’ αρχάς, απωθεί κάθε σοβαρό φίλαθλο που αγαπά όσο τίποτε άλλο την ομάδα του, αλλά κυρίως θέλει να επιστρέφει από το γήπεδο μαζί με τα παιδιά του σώος στο σπίτι ακόμα και αν ο διαιτητής δεν έδωσε «καθαρό» πέναλτι στο 90’.
H «κομμουνιστική απειλή» στις ΗΠΑ
Οι μεγάλοι διαφημιζόμενοι αρνούνται να συνδέσουν το όνομά τους με ποδοσφαιρικές ομάδες, όταν γνωρίζουν ότι στην πρώτη «στραβή» με επεισόδια και χουλιγκανισμούς θα εισπράξουν αρνητική δημοσιότητα, την οποία μάλιστα θα έχουν χρυσοπληρώσει. Οι ίδιες οι ομάδες αποκτούν το συλλογικό άλλοθι της αδικίας, κάθε ήττα συνδέεται με διαιτητικά «εγκλήματα», όσοι έχουν συνομιλήσει με ποδοσφαιριστές αξίας γνωρίζουν πως μόλις μπει στα αποδυτήρια ο ιός της συγκάλυψης όλα θα πάνε στραβά. Και βέβαια έτσι «οπλίζονται» οι χούλιγκαν, ικανοί να ορμήσουν ακόμα και σε αγώνα πινγκ πονγκ.
Το αποτέλεσμα είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο να υποχωρεί διεθνώς, όλοι να τσακώνονται για το πρωτάθλημα και μόλις βγαίνουν έξω από τα σύνορα να αποκαλύπτεται το πραγματικό «μεγαλείο» της ομάδας. Φέτος, οι τέσσερις ομάδες πανηγυρίζουν γιατί διεκδικούν ή έχουν πάρει την πρόκριση στην επόμενη φάση του Κόνφερενς Λιγκ, της τρίτης κατά σειρά σπουδαιότητας διοργάνωσης της UEFA. Καμία δεν κατάφερε να παραμείνει στο Europa, το Champions League είναι μόνο για τους καναπέδες φιλάθλων αλλά και ιδιοκτητών.
Ο Γιάννης Μαρίνος, ο σπουδαίος διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», είχε γράψει ένα περίφημο άρθρο για τη λειτουργία των ποδοσφαιρικών ομάδων, λέγοντας πως θα μπορούσαν να αποτελούν πρότυπο επιχειρηματικής δράσης για συγκεκριμένους λόγους: Υπάρχει αξιοκρατία στην επιλογή προπονητών και ποδοσφαιριστών, όποιος είναι καλός παίρνει τη δουλειά. Η αδιαφορία ή η ανικανότητα τιμωρείται με πάγκο ή απόλυση. Η ομάδα κρίνεται από τα αποτελέσματα, όταν πηγαίνει καλά οι «εργαζόμενοι» παίρνουν πριμ, όταν «σέρνεται» στο γήπεδο αποδοκιμάζεται από τη «γενική συνέλευση» των μετόχων, που είναι οι φίλαθλοι στις εξέδρες.
Ο κ. Μαρίνος παρέβλεψε έναν σημαντικό παράγοντα. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο αυτοί που κρίνονται κάθε εβδομάδα δεν είναι οι ποδοσφαιριστές ή οι προπονητές αλλά οι ιδιοκτήτες που κερδίζουν ή χάνουν τα «σφυρίγματα» και μπορούν να τσακώνονται μέχρι τέλους για τα πέναλτι, τα οφσάιντ και τα λοιπά «διαιτητικά εγκλήματα» σαν τους ταβλαδόρους στα καφενεία.
Για αυτό όσα μέτρα κι αν πάρει η κυβέρνηση κατά της βίας δεν θα υπάρξουν αποτελέσματα εάν οι ολιγάρχες δεν σταματήσουν να παράγουν παρασκήνιο και δεν ασχοληθούν με το τελικό προϊόν, όπως με επιτυχία κάνουν στις υπόλοιπες μπίζνες τους.
Ας δουν τι έγινε προχθές στην Ισπανία, η Ζιρόνα κέρδισε την Μπαρτσελόνα με 2-4, δεν στήθηκαν αγχόνες σε παίκτες ή διαιτητές. Αλλά είπαμε, η Ευρώπη είναι μακριά.