Το χάσμα που χωρίζει τους δύο πολιτικούς είναι τόσο βαθύ όσο το χάσμα που ακόμα διχοτομεί τη χώρα. Το Τείχος δεν υπάρχει πια, αλλά το σχίσμα ανάμεσα στις δύο Γερμανίες είναι πιο έντονο από ποτέ. Το αποτέλεσμα των εκλογών σε Σαξονία και Θουριγγία, όπου σάρωσε το νεοναζιστικό, ακροδεξιό κόμμα AfD, προκάλεσε πολιτικό σεισμό σε όλη την Ευρώπη. Αν και δικαιολογίες δεν υπάρχουν, υπάρχουν εντούτοις αρκετές εξηγήσεις, με τους αναλυτές να προκρίνουν την κατακρήμνιση της γερμανικής οικονομίας, τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και το Μεταναστευτικό. Ολοι έβλεπαν την καταιγίδα να έρχεται, αλλά κανείς από τον κυβερνητικό συνασπισμό, υπό τον αδύναμο Σολτς, δεν μπόρεσε να την αποτρέψει ή, έστω, να τη μετριάσει.
«Η γερμανική οικονομία έχει κολλήσει και μαραζώνει στην ύφεση, ενώ σε άλλες χώρες γίνεται αισθητή η ανάκαμψη», περιγράφει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου. Την ίδια στιγμή τον γύρο του κόσμου κάνουν ειδήσεις για το ενδεχόμενο λουκέτο εργοστασίου της Volkswagen, το πρώτο στην 87χρονη ιστορία της, αλλά και για τα τρομοκρατικά χτυπήματα που γεννούν στη γερμανική κοινωνία έναν τρόμο βαθύ και απόλυτο.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Μα τι συνέβη, λοιπόν; Εγιναν ξαφνικά ναζιστές οι πολίτες των πρώην ανατολικών κρατιδίων; «Οι Ανατολικογερμανοί δεν έχουν χορτάσει ούτε την πολιτική ούτε τη Δημοκρατία. Εχουν βαρεθεί να μην τους παίρνουν στα σοβαρά», απαντά η ιστορικός και δημοσιογράφος Κάτια Χόγιερ στον «Guardian». Και αφού επισημαίνει το υψηλό ποσοστό που κέρδισε το AfD στις νεαρές ηλικίες και τις εργατικές τάξεις, σημειώνει: «Ρωτήστε τους Γερμανούς ποιες είναι οι βασικές ανησυχίες τους. Η μετανάστευση βρίσκεται στην κορυφή της λίστας και ακολουθούν οι τιμές της ενέργειας, ο πόλεμος και η οικονομία. Η λέξη που άκουσα ξανά και ξανά τους τελευταίους μήνες ήταν άγχος. Δεδομένου ότι ένας αυξανόμενος αριθμός μεταναστών κατηγορείται για βίαια εγκλήματα, τα οποία αυξάνονται, πολλοί πιστεύουν ότι αυτό είναι ένα ζήτημα ασφάλειας». Και συνεχίζει με νόημα: «Αλλά αυτά είναι άβολα θέματα προς συζήτηση, ειδικά για τα αριστερά κόμματα. Ομως, αυτά ακριβώς πρέπει να συζητηθούν. Εάν οι κεντρώοι δεν ξεκινήσουν μια εποικοδομητική συζήτηση για αυτά τα θέματα, κανείς δεν θα το κάνει».
Αυτό είναι το μήνυμα προς όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, που βλέπουν να επωάζεται το αβγό του φιδιού: Να μη χαρίσουν το μονοπώλιο της εθνικής ευαισθησίας στην Ακρα Δεξιά και την Ακρα Αριστερά. Μανιέρα δεν υπάρχει ούτε εύκολες απαντήσεις. Στην Αργεντινή οι «ντεσκαμισάδος» (αυτοί που δεν έχουν πουκάμισο) ψήφισαν μαζικά τον συνωμοσιολόγο με το αλυσοπρίονο Μιλέι, στην Ολλανδία ήταν οι ευκατάστατοι που πριμοδότησαν τον ακροδεξιό Βίλντερς, στη Γαλλία ήταν τα Κίτρινα Γιλέκα και τα οργισμένα τρακτέρ που στράφηκαν στη Λεπέν, στη Γερμανία υπήρξαν μετανάστες πρώτης γενιάς που ψήφισαν τον Χέκε.
Σε αυτά, ας προσθέσουμε και την άγνοια, ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι αυτό που γράφει ο Ιβάν Κραστέβ στο «Μετά την Ευρώπη» ότι οι κοινές μνήμες έχουν χαθεί από τα μάτια μας: «Οι μισοί δεκαπεντάχρονοι και δεκαεξάχρονοι στα γερμανικά Λύκεια δεν γνωρίζουν καν ότι ο Χίτλερ ήταν δικτάτορας. […] Το ερώτημα δεν είναι πια αν μπορεί να ξανάρθει ο Χίτλερ, αλλά αν θα μπορούσαμε, έστω, να τον αναγνωρίσουμε».