«Ποιο βασιλικό ζεύγος είναι αυτό είπαμε;», ρωτούσαν τους ρεπόρτερς και τους προσκεκλημένους στο στούντιο όταν από το τηλεοπτικό κάδρο περνούσαν προφανέστατα κάποιοι εστεμμένοι, αλλά διόλου προφανέστατα ποιοι ακριβώς. Οι βασιλείς του Βελγίου ή της Ολλανδίας; Ο μέγας Δούκας του Λουξεμβούργου ή ο πρίγκιπας της Νορβηγίας; Ο πήχης της δυσκολίας ανεβαίνει και άλλο όταν η λίστα διευρύνεται με τους έκπτωτους μονάρχες. Από την τιτουλάρια Μαρία Βλαντιμίροβνα, απόγονο της ρωσικής βασιλικής οικογένειας των Ρομανόφ, μέχρι τον πρώην πρίγκιπα της Ρουμανίας, Ράντου.
Αντίστοιχες απορίες εκφράζονται μέρες τώρα και στα γραφεία των εφημερίδων κατά την προετοιμασία των πολυσέλιδων αφιερωμάτων, μαζί με την έκπληξη που συνοδεύει η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν ακόμα πολλά ευρωπαϊκά κράτη που διατηρούν το θεσμό της μοναρχίας. Ομως, αν εξαιρέσουμε τους βασιλικούς οίκους της Αγγλίας και της Ισπανίας, και το πριγκιπάτο του Μονακό, που έχουν τους πλέον δημοφιλείς και πολυφωτογραφημένους εστεμμένους, στις άλλες χώρες είναι τόσο αποδυναμωμένος και απλοποιημένος ο ρόλος τους που η αναγνωρισιμότητά τους δύσκολα περνά τα σύνορα της χώρας τους.
Ευρωπαϊκά δημοκρατικά κράτη όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία, η Σουηδία, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Ολλανδία διατηρούν το θεσμό της συνταγματικής μοναρχίας χωρίς να έχουν οι βασιλικές οικογένειες πολιτικές αρμοδιότητες ή δυνατότητα παρέμβασης στις δημόσιες υποθέσεις. Οι νεότερες γενιές ειδικά εργάζονται, σπουδάζουν, ταξιδεύουν και έχουν λογαριασμούς στα σόσιαλ όπως οι περισσότεροι -ευκατάστατοι- συνομήλικοί τους. Ωστόσο, όσο «αθόρυβα» ή συνηθισμένα και αν ζουν, η κριτική για τον κοστοβόρο και αναχρονιστικό θεσμό της μοναρχίας αυξάνεται.
Στην Ολλανδία, το καλοκαίρι του ’21, η μεγαλύτερη κόρη του βασιλικού ζεύγους και διάδοχος του θρόνου, Αικατερίνη-Αμαλία, παραιτήθηκε του δικαιώματός της για επίδομα 1,6 εκατομμυρίων ευρώ (!) το χρόνο για προσωπικές δαπάνες της. «Το βρίσκω αμήχανο, από τη στιγμή που δεν κάνω τίποτα σε αντάλλαγμα και ενώ άλλοι μαθητές περνούν πολύ πιο δύσκολα, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο του κορονοϊού», έγραφε σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό, Μαρκ Ρούτε. Και όταν ρωτήθηκε αν θα αποδεχόταν μια απόφαση κατάργησης του θεσμού, απάντησε: «Μπορούν να το κάνουν φυσικά και μετά θα συνεχίσω να ζω κι εγώ». Ποιος ξέρει, ίσως να είχε διαβάσει το βιβλίο της Σιμόν ντε Μποβουάρ που έχει μεταφράσει η βασίλισσα της Δανίας, Μαργαρίτα, «Ολοι οι άνθρωποι είναι θνητοί».