Κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας των πολιτικών αρχηγών ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε να κατατεθούν τα προγράμματα των κομμάτων σε έναν ανεξάρτητο φορέα όπως είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να κοστολογηθούν τα φορολογικά και τα υπόλοιπα οικονομικά μέτρα που προτείνουν.
Οι πολίτες πρέπει να έχουν σαφή εικόνα για τους αριθμούς των προγραμμάτων και κυρίως εάν οι υποσχέσεις είναι υλοποιήσιμες ή απλώς «αυταπάτες». Αλλωστε, νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από το «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης», που ήταν «πλήρως κοστολογημένο» από την Κουμουνδούρου και κατέληξε στο τρίτο Μνημόνιο.
Το βέβαιο είναι ότι οι πολίτες δεν αντέχουν άλλη αύξηση φόρων, ύστερα από την επιδρομή των περασμένων χρόνων, γι’ αυτό και κάθε νύξη περί νέων επιβαρύνσεων προκαλεί σάλο στο δημόσιο διάλογο.
Ο Κατρούγκαλος έχασε τη θέση του στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, υπαινισσόμενος αύξηση των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών. Ομως το πρόβλημα παραμένει για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς για να εφαρμοσθεί το πλουσιοπάροχο πρόγραμμά του απαιτούνται τεράστια κεφάλαια, που μπορούν να βρεθούν είτε από νέους φόρους είτε από πρόσθετο δημόσιο δανεισμό.
Και στο ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζουν από χθες τις αντιδράσεις που προκαλούν οι προγραμματικές τους θέσεις για διπλασιασμό ή και τριπλασιασμό των φόρων στα μερίσματα των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών και για την περικοπή των απαλλαγών στις γονικές παροχές για περιουσίες άνω των 400.000 ευρώ.
Αντιπολίτευση… υπονομευτική…
Επιπλέον, κανείς δεν έχει διευκρινίσει πόσα λεφτά προσδοκούν να εισπράξουν από την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με μονοπωλιακή δράση, ή τι θα κάνουν με τη φορολογία των 150 εισηγμένων εταιριών, όπου και εκεί προτίθενται να «πειράξουν» τους συντελεστές.
Τα προβλήματα θα λύνονταν εάν τα κόμματα έδιναν τις προγραμματικές τους θέσεις σε ειδικούς για να βγάλουν το λογαριασμό προ κάλπης.
Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει σε 5,5 δισεκατομμύρια το ετήσιο κόστος του προγράμματός του. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, σημείωσε ότι με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού το κόστος ανεβαίνει στα 21 δισ. ετησίως (12 δισ. δημοσιονομικά μέτρα και 9 δισ. αύξηση δαπανών Υγείας και Παιδείας).
Είναι ενδεικτικό ότι μόνο από 7 μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ (μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα, μείωση ΕΦΚ, αύξηση μισθών 10% στο Δημόσιο με τιμαριθμική αναπροσαρμογή, αφορολόγητο 10.000 ευρώ, επιστροφή αναδρομικών σε 3 δόσεις, επαναφορά 13ης σύνταξης, αύξηση συντάξεων χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η προσωπική διαφορά), το ετήσιο κόστος υπερβαίνει τα 8 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε σημαντικά τους φόρους σε εισόδημα, ακίνητα και εταιρικά κέρδη και η επιλογή αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς ήρθαν νέοι επενδυτές και τονώθηκε η επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα μέτρα που έχει προτείνει η Ν.Δ. για τα επόμενα χρόνια έχουν συμπεριληφθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που έχει κατατεθεί στις Βρυξέλλες. Στις δαπάνες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το κόστος αύξησης των συντάξεων κάθε έτος με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, καθώς και η εξαγγελθείσα από τη ΔΕΘ αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από 1/1/2024, χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα.
Το βέβαιο είναι ότι φορολογούμενοι δεν χρειάζονται άλλα πειράματα και οι πολίτες, ιδίως της μεσαίας τάξης, δεν αντέχουν άλλους φόρους. Γιατί με τη φορολογία δεν «παίζουμε την κολοκυθιά», όπως είπε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την αύξηση των συντελεστών στα μερίσματα των επιχειρήσεων.