ΤΑ πράγματα, όμως, από ό,τι φαίνεται, δεν είναι τόσο ειδυλλιακά για όλους εμάς που μένουμε στην πρωτεύουσα.
ΣΥΜΦΩΝΑ με την πρόσφατη έρευνα της Eurostat, η Αθήνα είναι η δεύτερη χειρότερη πόλη για να ζει κανείς ανάμεσα σε 83 ευρωπαϊκές. Χειρότερη είναι το Παλέρμο. Η Αθήνα ισοβαθμεί με την Κωνσταντινούπολη, ενώ βρίσκεται πιο χαμηλά από τα Τίρανα, τη Νάπολη και το Βελιγράδι.
ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ πόλεις για να ζει κανείς είναι η Ζυρίχη, η Κοπεγχάγη, το Χρόνινγκεν, το Γκντανσκ, η Λειψία και η Στοκχόλμη. Δεν είναι τυχαίο πως στη λίστα κυριαρχούν πόλεις της Βόρειας Ευρώπης, αλλά στη δεκάδα υπάρχουν η πορτογαλική Μπράγκα και η ρουμανική Κλουζ.
ΑΠΟ την ανάλυση των αποτελεσμάτων της Eurostat προκύπτει ότι σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση που κάνουν οι κάτοικοι των πόλεων παίζουν οι δημόσιες υπηρεσίες, το κυκλοφοριακό, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, η καθαριότητα, η ποιότητα ζωής για την τρίτη ηλικία. Με λίγα λόγια, η ποιότητα της καθημερινότητας.
ΜΕΣΑ σε όλα τα προβλήματα που έχει να διαχειριστεί η κυβέρνηση, οφείλει να κοιτάξει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ποιότητα ζωής στην πρωτεύουσα. Δεν πρόκειται για κάτι θεωρητικό, αντιθέτως χρειάζονται πράξεις. Πρέπει να υπάρξει συνεργασία με τους δήμους και την περιφέρεια. Να ανοίξει, επιτέλους, μια συζήτηση με συγκεκριμένες προτάσεις και χρονοδιάγραμμα.
ΟΙ παρεμβάσεις που απαιτούνται είναι πολυεπίπεδες. Κάποια στιγμή πρέπει να μπει στο τραπέζι ποιο είναι ακριβώς το κέντρο της πόλης που θέλουμε. Πρέπει να αποκλειστούν τα αυτοκίνητα; Πρέπει να αυξηθούν το πράσινο, οι πεζόδρομοι και οι ποδηλατόδρομοι; Πώς μπορούν να αναβαθμιστούν οι υποδομές των σχολείων και των νοσοκομείων; Πώς μπορεί να υπάρχει καθαριότητα και φωτισμός παντού; Μπορούμε με στόχο το 2030 να έχουμε αλλάξει το μοντέλο της αστικής κινητικότητας, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση στο κυκλοφοριακό;
ΤΑ ερωτήματα είναι πολλά και δύσκολα. Η κυβέρνηση οφείλει να βρει τις απαντήσεις.