Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε η χώρα να περάσει μια πολύ άσχημη δωδεκαετία με Μνημόνια, στερήσεις και απώλειες, αλλά και διχασμό, εχθροπάθεια, τοξικότητα, fake news και δολοφονίες χαρακτήρων. Χρειάστηκε όμως να αποδειχθεί και κάτι άλλο κρίσιμο. Η Αριστερά δεν έχει το μονοπώλιο του ηθικού πλεονεκτήματος. Το κοινωνικό κράτος δεν είναι ιδιοκτησία της. Η αλήθεια δεν είναι προνόμιό της. Και η διανόηση που επί δεκαετίες της ανήκε αποκλειστικά έδωσε τη θέση της σε ένα ασκέρι ημιμαθών ή αγράμματων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να μοιράσουν δύο γαϊδάρων άχυρα. Η άνοδος της αξίας της σοβαρότητας, της μεθοδικής δουλειάς και της κοινής λογικής ήταν μεγάλη, αλλά όχι όσο ήταν πτώση και η κατάρριψη των μύθων της Μεταπολίτευσης, οι οποίοι μοιραία έφεραν το βαρύ στίγμα της χούντας που προηγήθηκε.
Το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών, εν μέσω παραδοξοτήτων (π.χ. πεντακομματική βουλή με απλή αναλογική και οκτακομματική βουλή με ενισχυμένη αναλογική), δημιουργεί εντέλει ένα καθαρό πεδίο τετραετίας για την υλοποίηση των όσων έχει ανάγκη η κοινωνία και έχει δεσμευτεί ο Κ. Μητσοτάκης. Σε αυτές τις συνθήκες η νέα κυβέρνηση δεν έχει καμία δικαιολογία να μην πετύχει. Η κατακερματισμένη αντιπολίτευση, αριστερά και δεξιά της, δεν τη διευκολύνει όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αντιθέτως, μεταφέρει εντός της κυβέρνησης το καθήκον του αυτοελέγχου και της αυτορρύθμισης. Πόσω μάλλον όταν μια από τις βασικές προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους και η μείωση των ανισοτήτων. Μαζί με την ανάπτυξη, την αντιμετώπιση της ακρίβειας, την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αύξηση των μισθών, η Ν.Δ. το μεγάλο στοίχημα το έχει βάλει με την ισχυροποίηση του κοινωνικού κράτους.
Ισως είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση έχει ως κύριο αντίπαλό της όχι κάποιο άλλο κόμμα, αλλά τον εαυτό της. Κι αυτό είναι και καλό και κακό για την ίδια. Πόσω μάλλον που τώρα δεν υπάρχουν οι «βάρβαροι». Ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, λειτούργησε εξ αντικειμένου ως «μέγας χορηγός» του Κ. Μητσοτάκη. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα εξουσίας και ο Α. Τσίπρας είναι ένα «φθαρμένο προϊόν». Αποτελεί κοινό τόπο ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσε πιο σοβαρή αντιπολίτευση -όσο κι αν δεν μπορούσε να το κάνει- η δεύτερη τετραετία της Ν.Δ. δεν θα ήταν τόσο απλή υπόθεση όσο απεδείχθη ότι ήταν. Και η Ν.Δ. «χωρίς τους βαρβάρους» έχει πιο δύσκολη αποστολή. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως δεν θα έχει δικαιολογίες αν αποτύχει.
ΑΙΧΜΗ
ΟΙ «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» ΚΑΙ ΤΟ «ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ» ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Το ότι επέστρεψε στη Βουλή ένα ναζιστικό κόμμα είναι από μόνο του ένα όνειδος. Και για όσους το υποστήριξαν άμεσα, ξέροντας ότι πίσω του βρίσκεται μια εγκληματική οργάνωση και για όσους προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν. Δεν είναι όμως το μείζον θέμα που προέκυψε από τις εκλογές. Προσπάθησε να το αναγάγει σε μείζον θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ των εκλογών, όσο δεν μιλούσε ο Α. Τσίπρας και δεν είχε τίποτα άλλο να πει για τη συντριβή του.
Ομως σε καμία περίπτωση οι «Σπαρτιάτες», που δεν είναι από τη Σπάρτη και έχουν ως «καύσιμο» τον Κασιδιάρη, δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που σχεδόν παντού στην Ευρώπη ανεβαίνουν τα εθνικιστικά και πραγματικά ακροδεξιά κόμματα. Το μεταναστευτικό, εκτός από μείζον πρόβλημα της Ευρώπης που είναι, σε άλλες χώρες έχει καθορίσει μέχρι και τις κυβερνήσεις. Ενα κόμμα του 4,6% στην ελληνική Βουλή, μαζί με τους θεομπαίκτες της Νίκης και τους ψεκασμένους της Ελληνικής Λύσης -όσο κι αν δεν είναι όλοι το ίδιο-αθροίζουν ένα σκάρτο 13%. Είναι πρόβλημα, αλλά δεν είναι το πρόβλημα. Η σύνθεση της οκτακομματικής Βουλής με τη συμμετοχή και της ασυγκράτητης Ζ. Κωνσταντοπούλου, εκτός του Σπαρτιάτη, του Νατσιού και του Βελόπουλου, παραπέμπει σε ένα «μικρό φρενοκομείο». Το κοινοβουλευτικό έργο θα δυσκολέψει, οι προ ημερησίας διάταξης συζητήσεις θα έχουν τον ατέλειωτο και η συνεννόηση θα είναι ένα μόνιμο ζητούμενο.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Οσο κι αν ο Κ. Τασούλας είναι αποδεδειγμένα έμπειρος και ικανός Πρόεδρος της Βουλής, σε μια Βουλή με 8 κόμματα και…10 αντιπροέδρους θα περάσει ίσως πιο δύσκολα και από τους υπουργούς. Εν όψει της αναμενόμενης σύγκρουσης του «αριστερού» και του «δεξιού λαϊκισμού», ίσως καταστεί αναγκαία η αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας της Βουλής.
Κι απέμεινε με τον Πολάκη και τον Φερχάτ
Με εξαίρεση 7-8 γνωστά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που κατάφεραν να εκλεγούν βουλευτές, ο Α. Τσίπρας απέμεινε με τον Π. Πολάκη, τον Φερχάτ και τον Ζεϊμπέκ. Οι πασοκογενείς εξαϋλώθηκαν (Ραγκούσης, Σπίρτζης, Ξενογιαννακοπούλου, Κουρουμπλής, Τόλκας κ.λπ.). Η «παλιά φρουρά» (Βούτσης, Δραγασάκης, Φίλης, Σκουρλέτης, Βίτσας, Μουζάλας κ.λπ.) αποδεκατίστηκε. Οι «προεδρικοί» λιγόστεψαν (Κ. Ζαχαριάδης, Γ. Τσίπρας, Γ. Αμανατίδης, Δ. Αυγέρη κ.λπ.) λιγόστεψαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει 50 βουλευτές, ώστε να μπορεί να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας ή να υποβάλει πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ για να επιβάλει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής (απαιτούνται 120 βουλευτές) πρέπει να ψηφίσει μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη Νίκη, τον Βελόπουλο και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Με λίγα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ που απέμεινε δεν είναι κόμμα εξουσίας. Ο Α. Τσίπρας λέγοντας το αντίθετο και μη αποχωρώντας, παρά τις 5 αλλεπάλληλες ήττες και έχοντας χάσει σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων του 2019, προφανώς έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του. Σε αυτά τα σχέδια δεν χωρούν κάποιοι από τους εναπομείναντες, όπως π.χ. ο Π. Πολάκης. Και τα σχέδια αυτά δεν βρίσκουν σύμφωνη την «Ομπρέλα», η οποία εξακολουθεί να έχει ερείσματα στο κόμμα. Η δημιουργία νέου κόμματος από τον Α. Τσίπρα φαίνεται, από τις πρώτες συζητήσεις που γίνονται, ότι είναι ένα πιθανό σενάριο. Οπότε είτε έτσι είτε αλλιώς μάλλον θα δικαιωθεί η εκτίμηση παλαίμαχου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαλυθεί, το ερώτημα είναι αν θα διαλυθεί με ή χωρίς τον Τσίπρα»…
ΑΠΟΡΙΕΣ-1
Μπορούσε να αντικαταστήσει κάποιος άλλος τον Κ. Πιερρακάκη στο υπ. Ψηφιακής Πολιτικής από τον Δ. Παπαστεργίου, που ως δήμαρχος έκανε τα Τρίκαλα πρότυπο ψηφιακής πόλης;
ΑΠΟΡΙΕΣ-2
Αν το καλάμι του «Σπαρτιάτη» έχει σαν «καύσιμο» τον Κασιδιάρη, το καλάμι της Ζωής, που θεωρεί ότι κάνει «για 100 βουλευτές», τι να καίει;