Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά είναι τα αναγκαία πολιτικά φτιασιδώματα που κάνει ένα κόμμα, που από το 4% διεκδίκησε και πήρε την πρωτιά στις εκλογές και άρα δικαιούται και την πρωθυπουργία στην κυβέρνηση συνασπισμού που θα δημιουργηθεί. Η αντίφαση παραμένει: Η Μελόνι έχει φασιστικές καταβολές, αλλά η εξαγγελθείσα πολιτική της δεν είναι πολιτική Ορμπαν ή πολιτική των Σουηδών ακροδεξιών, οι οποίοι επίσης έκαναν την «έκπληξη» σε μια χώρα «παράδειγμα δημοκρατίας».
Ο,τι λέγεται επί του παρόντος δεν είναι παρά μια «δίκη προθέσεων». Η σύνθεσή της, η πολιτική της και το τελικό πρόγραμμά της θα είναι αυτά που θα κρίνουν αν «επέστρεψε ο φασισμός στην Ιταλία», όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ή αν στη γειτονική μας χώρα θα δοκιμαστεί ένα ακόμα λαϊκίστικο και ετερόκλητο άθροισμα δυνάμεων, το οποίο κατάφερε να πείσει τους Ιταλούς ότι εκφράζει την ελπίδα. Οπως σημειώθηκε, ο Σαλβίνι και ο Μπερλουσκόνι με τις δεδομένες φιλο-ρωσικές και αντιευρωπαϊκές θέσεις τους μπορεί να αποδειχθούν μεγαλύτερα προβλήματα από τη Μελόνι, όταν αρχίσει να κυβερνά η νέα κυβέρνηση του ακραία δεξιού συνασπισμού.
Ομως δεν μπορεί κανείς να συνεχίζει να κρατά τα μάτια κλειστά ή να εθελοτυφλεί μπροστά σε ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει και σαρώνει την Ε.Ε.: Εν μέσω πολλαπλών κρίσεων η Ε.Ε. -με εξαίρεση την αντιμετώπιση της πανδημίας- δεν κατάφερε να εκφράσει την ελπίδα για τους λαούς της και να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή πολιτική. Γι’ αυτό και άρχισε αυτό επικίνδυνο ντόμινο: Γαλλία, Μ. Βρετανία (κι ας έχει αποχωρήσει), Ιταλία, Σουηδία και Βουλγαρία αναζήτησαν την ελπίδα στον δεξιό λαϊκισμό. Τυχαίο; Ασφαλώς όχι. Ο αριστερός λαϊκισμός δοκιμάστηκε και απέτυχε παταγωδώς. Ισως ήρθε η ώρα να αποτύχει και ακροδεξιός λαϊκισμός, για να ξαναβρεί το βηματισμό της η Ευρώπη του Διαφωτισμού και του Ορθολογισμού.
Αυτό όμως δεν θα γίνει με υπομονή και καρτερικότητα, μέχρι να ολοκληρωθεί το όποιο δράμα. Η Ε.Ε. είναι τραγικά βραδυκίνητη, αμήχανη και αναποφάσιστη, ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες απαιτούν δράση και αποτελεσματικότητα. Είναι ακόμα δέσμια της «πολιτικής Μέρκελ» και συνεχίζει να λειτουργεί σαν «γερμανική Ευρώπη», χωρίς να έχει την ισχυρή Γερμανία που είχε η Μέρκελ. Η οποία αποδεικνύεται, όσο ξεσπούν οι κρίσεις, ότι υπήρξε ο βασικός υπαίτιος που η Ε.Ε. έμεινε πολιτικά ανολοκλήρωτη και «μικρή». Επέβαλε μια πολιτική ασταθών ισορροπιών και παραλυτικής «ουδετερότητας», ώστε η ίδια π.χ. να μπορεί να κάνει μυστικές συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, είτε με τον Πούτιν (για φθηνότερο φυσικό αέριο) είτε με τον Ερντογάν για κάνει παιχνίδι μέσα στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να αποκαλύψει σε όλη της την έκταση την πολιτική γύμνια της Ευρώπης που άφησε πίσω της η Α. Μέρκελ. Μια ανίσχυρη Ευρώπη να κρατήσει ψηλά το ευρωπαϊκό ιδεώδες, αντιδρώντας άμεσα και αποτελεσματικά σε έκτακτες συνθήκες, και μια ασθενική Ευρώπη να λειτουργήσει σαν ανάχωμα σε οποιασδήποτε μορφής λαϊκισμό.
Ισως -και μακάρι- το «χαστούκι Μελόνι» να την ξυπνήσει. Και να αφήσει τις πολιτικές νουθεσίες τύπου Φον ντερ Λάιεν και να προχωρήσει σε δραστικά μέτρα που θα ανακουφίσουν τους Ευρωπαίους πολίτες και θα τους κάνουν να νιώσουν πιο ασφαλείς και αισιόδοξοι για το μέλλον τους. Αλλιώς η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα συνεχίζουν να πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα…
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
ΑΙΧΜΗ
ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΠΟΡΙΑ
Απορία ψάλτου βηξ. Παλαιόθεν. Και σε πολλές περιπτώσεις. Τώρα π.χ. ο «βήχας» του ΣΥΡΙΖΑ, των αναλυτών που τον υποστηρίζουν, προέρχεται από τις δημοσκοπήσεις. Αδυνατούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να ενισχύεται η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει μεγαλύτερη φθορά από την κυβέρνηση; Εντάξει, το αμήχανο και καθόλου πειστικό «δεν πιστεύουμε τις δημοσκοπήσεις» εξεμέτρησε τον βίο του. Γρήγορα και άδοξα. Κι άρχισαν οι «βαθύτερες αναλύσεις» του τύπου «κανείς δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς έκανε στη ΔΕΘ ο Μητσοτάκης και συγκέντρωσε ευρύτερη αποδοχή από τον Τσίπρα». Ή «γίναμε ξαφνικά όλοι οι Ελληνες μαζοχιστές και μας αρέσει να μας εκμεταλλεύονται και να μας κλέβουν;». Και μετά επαναλαμβάνεται η γνωστή αντιεπιστημονική προσπάθεια αποδόμησης των δημοσκοπήσεων, η οποία καταλήγει σε έναν «φετφά» για το πώς θα γίνει η «δημοσκοπική εξυγίανση». Σταράτα και δημοκρατικά πράγματα… Τόσο η Κουμουνδούρου όσο και οι αναλυτές της αδυνατούν να δουν τη διαφορά σοβαρότητας, ρεαλισμού και υπευθυνότητας των εμφανίσεων του Κ. Μητσοτάκη και του Α. Τσίπρα. Αδυνατούν να καταλάβουν πόσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη εμπνέει σε μια χώρα -που έχει ακόμα ζωντανές μνήμες- ο ρεαλισμός και το αποτέλεσμα, από τα κούφια συνθήματα που έρχονται κατευθείαν από το 2015. Οπως η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ ή η επαναφορά της… ΑΤΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να εγκαταλείπει τη μονοθεματική αντιπολίτευση των υποκλοπών και της «χούντας» (βλέποντας και από τις δημοσκοπήσεις το ατελέσφορο του πράγματος) και να ασχολείται ξανά μετά από 2 μήνες και με την ακρίβεια και με την ενεργειακή κρίση και με την Παιδεία και με την Υγεία. Αυτό το δίμηνο η κυβέρνηση -παρά τα μεγάλα προβλήματα- έπαιζε μόνη της σε αυτό το γήπεδο των μεγάλων προβλημάτων της κοινωνίας. Χωρίς αντίπαλο και χωρίς στοιχειωδώς σοβαρό αντίλογο. Και μετά συνεχίζουν να αναρωτιούνται οι βαθυστόχαστοι αναλυτές γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ -παρά την αύξηση της συσπείρωσής του- δεν παίρνει ποσοστό από τη φθορά της κυβέρνησης, η οποία δείχνει να ανακάμπτει πιο γρήγορα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το έπαθαν και το 2019. Εμειναν -και είναι ακόμα- με την απορία: «Μα πώς χάσαμε και μάλιστα με τέτοια διαφορά, αφού “σώσαμε” τη χώρα;». Δεν κατάλαβαν τότε. Κι όπως φαίνεται, με την ίδια απορία θα μείνουν και στις επόμενες εκλογές.
«Κογκρέσο Νο2» -1
Μεγάλο γκελ στην ελληνική κοινωνία έκανε η ομιλία και η πολιτική που ξεδίπλωσε ο Κ. Μητσοτάκης με την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό το κατέγραψαν και οι κυλιόμενες μετρήσεις που ακολούθησαν την ομιλία του. Οι οποίες έδειξαν και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ο πρωθυπουργός με τις καθαρές απαντήσεις που έδωσε στον Τ. Ερντογάν, τις καθαρές «κόκκινες γραμμές» που τράβηξε, αλλά και με την πολιτισμένη διέξοδο που έδωσε στον τουρκικό λαό και την ηγεσία του δημιούργησε μια «συμπαγή αποδοχή» όχι μόνο στο χώρο της Κεντροδεξιάς, αλλά και του Κέντρου…
«Κογκρέσο Νο2» -2
…Μεγάλο ποσοστό κεντρώων πολιτών ταυτίζονται με την εξωτερική πολιτική και τους χειρισμούς του πρωθυπουργού. Και σε αυτό, όπως δείχνουν και τα ευρήματα των κυλιόμενων μετρήσεων, «βοήθησε» η αμήχανη έως παρεξηγήσιμη πολιτική αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. Κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ περίπου… δικαίωσε τους παραλογισμούς του Τ. Ερντογάν και σίγουρα εκτέθηκε ταυτιζόμενος με τις προβοκάτσιες της Αγκυρας στον Εβρο, τους 38 μετανάστες στην «ελληνική» νησίδα και τη «νεκρή 5χρονη Μαρία». Αλλά και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. μετά από πολύ καιρό δεν είχε την άμεση και καθαρή πατριωτική στάση που το έχει καταστήσει σοβαρό κόμμα στα εθνικά θέματα. Παγιδεύτηκε κι αυτό στο «δέντρο» των δικτύων των «επισυνδέσεων», χάνοντας το «δάσος» της απροκάλυπτης τουρκικής απειλής.