ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αυτό είναι απολύτως λογικό, καθώς η Ν.Δ. διανύει τον έκτο χρόνο διακυβέρνησης και ένα σημαντικό μέρος των πολιτών την έχουν ψηφίσει έως τώρα μέχρι και πέντε φορές σε εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές από το 2019 έως σήμερα. Μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά δεν είναι. Οταν ένας πολίτης ψηφίζει επαναλαμβανόμενα ένα κόμμα, κάποια στιγμή μπορεί να χρειάζεται χρόνο μέχρι να αποφασίσει αν θα το ξανακάνει. Είναι γνωστή η λογική της «δεύτερης ευκαιρίας» σε κόμματα και πρωθυπουργούς, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση, με φόντο τις κάλπες του 2027, μιλάμε για την «τρίτη ευκαιρία» διακυβέρνησης.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ που κάνει διστακτικούς κάποιους πολίτες που ψήφισαν Ν.Δ. από το 2019 και μετά, να το σκέφτονται; Καταρχάς η απόσταση από τις επόμενες εθνικές εκλογές. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ούτε πόλωση ούτε διακύβευμα. Αυτά θα μπουν στο τραπέζι όταν θα πλησιάζουμε στο 2027. Το κορυφαίο πρόβλημα της κοινωνίας είναι η «οικονομία της τσέπης», δηλαδή η ακρίβεια και τα εισοδήματα. Αυτή είναι η εξίσωση που πρέπει να επιλύσει η κυβέρνηση, ώστε να επαναπροσελκύσει τους ψηφοφόρους, που δηλώνουν αναποφάσιστοι αυτή τη στιγμή. Και αυτό δεν λύνεται με επιδόματα ή έκτακτες παροχές. Πρέπει από τη μια να αρχίσει αποκλιμάκωση τιμών στην καθημερινότητα και από την άλλη να αυξηθούν οι αποδοχές μισθωτών και συνταξιούχων αρκετά παραπάνω από τη ζημιά της ακρίβειας, που έχει γίνει την τελευταία τριετία.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ πακέτο προβλημάτων αφορά στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων σε Υγεία, Παιδεία και Δημόσιο, την ενίσχυση της ασφάλειας στην καθημερινότητα και την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.
ΑΠΟ ΑΥΤΑ θα κριθεί, λοιπόν, η ψήφος των αναποφάσιστων -αυτή τη στιγμή- πολιτών, που είχαν δώσει ψήφο εμπιστοσύνης το 2019 και το 2023. Υπάρχει και κάτι ακόμα, που αποτελεί σημαντικό κριτήριο ψήφου. Ποιος θα βρίσκεται απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη; Από τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχει εκλεγεί κάποιος από τους Κασσελάκη, Πολάκη, Φάμελλο. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν είναι το ποιος θα είναι αρχηγός, αλλά ότι ύστερα από αυτή την παρωδία και το ξεκατίνιασμα του εμφυλίου και των διασπάσεων, η κοινωνία αγνοεί παντελώς το κόμμα, που φθίνει προς μονοψήφια ποσοστά.
ΥΠΑΡΧΕΙ, βέβαια, και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο λόγω της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ έρχεται δεύτερο στα γκάλοπ. Στις έξι πολυθρόνες του debate για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ καθόταν κάποιος ικανός να ξεπεράσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο ερώτημα «ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός»; Οχι. Το ΠΑΣΟΚ, αυτή τη στιγμή, το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να εδραιωθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση, όχι όμως με υψηλά ποσοστά και μετά το 2027… βλέπει.
ΑΡΑ, για μία ακόμη εκλογική μάχη η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είναι η μόνη αξιόπιστη πρόταση διακυβέρνησης της χώρας. Αρκεί αυτό; Για την εκλογική νίκη αρκεί. Για την επίτευξη υψηλού ποσοστού, όμως, θα χρειαστούν ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας.