Το βέβαιο είναι ότι οι περισσότεροι από τους 23.000 ερωτηθέντες σε 9 αραβικές χώρες και στα Παλαιστινιακά Εδάφη συμφώνησαν -σωστά ή λάθος, δεν έχει σημασία- ότι το δημοκρατικό πολίτευμα συνεπάγεται… αδύναμη οικονομία.
Η τάση ισοδυναμεί με πλήρη αντιστροφή του πνεύματος της Αραβικής Ανοιξης, που κυριάρχησε στον αραβικό κόσμο ως το 2018/19, όταν Αιγύπτιοι, Τυνήσιοι, Ιρακινοί, Σουδανοί, Λίβυοι, Μαροκινοί κ.ά. άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης δεν είναι πανάκεια. «Σε όλη την περιοχή βλέπουμε τους ανθρώπους να πεινάνε, να φωνάζουν για ψωμί, να νιώθουν απελπισμένοι με τα πολιτικά τους συστήματα», τόνισε ο διευθυντής του Arab Barometer, Mάικλ Ρόμπινς.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Ακόμη και στη δημοκρατικότερη αραβική χώρα, την Τυνησία, ο πρόεδρος Σαγιέντ προσπαθεί να περάσει με δημοψήφισμα ένα αυταρχικό σύστημα με επίκεντρο τον ίδιο, έχοντας πολλές πιθανότητες να το πετύχει. Κατά τον Αμάνι Τζαμάλ, του Arab Barometer, αυτό δεν σημαίνει πως οι Τυνήσιοι νοστάλγησαν τον δικτάτορα Μπεν Αλι, αλλά ότι πιστεύουν πως η δημοκρατία δεν μπορεί να λύσει τα οικονομικά τους προβλήματα.
Ο Ρόμπινς χαρακτηρίζει το μέλλον της περιοχής αβέβαιο, βλέποντας τους Αραβες να προσανατολίζονται σε εναλλακτικά συστήματα, όπως το κινεζικό. Ενα αυταρχικό μονοκομματικό μοντέλο, το οποίο όμως «έβγαλε τεράστιο αριθμό ανθρώπων από τη φτώχεια τα τελευταία 40 χρόνια και αντιπροσωπεύει τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη που θέλουν οι αραβικές μάζες».