Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η αξιωματική αντιπολίτευση το μείζον ζήτημα της εκπαίδευσης θυμίζει συντεχνιακό συνδικαλισμό της δεκαετίας του ’80, που είχε ως αυτοσκοπό το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για τα μέλη του με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τροπολογίες ζητούσε τα εξής:
Πρώτον, την κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, επειδή όπως υποστήριζαν οι βουλευτές του κόμματος, «είναι τιμωρητικό και κοινωνικά άδικο μέτρο της κυβέρνησης». Προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν να συνεχίσουν να εισάγονται σε πανεπιστημιακές σχολές μαθητές που έδιναν λευκές κόλλες και οι οποίοι κατά κανόνα δεν μπορούσαν να φτάσουν στο πτυχίο. Μάλιστα, ο Τσίπρας πέρυσι το καλοκαίρι προεξοφλούσε θύελλες κοινωνικών αντιδράσεων από γονείς και υποψηφίους λόγω της εφαρμογής του νέου συστήματος, ενώ υποστήριζε ότι η κυβέρνηση πριμοδοτεί τα ιδιωτικά κολέγια. Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Οσοι μαθητές έγραψαν κοντά ή πάνω από το 10 πέρασαν σε ΑΕΙ, ενώ η Κεραμέως, αντί να πριμοδοτήσει τα κολέγια, αύξησε τις θέσεις των δημόσιων ΙΕΚ, τα οποία προσφέρουν στους σπουδαστές επαγγελματικές γνώσεις άμεσα συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας. Οι υποψήφιοι που δεν κατάφεραν να περάσουν στο Πανεπιστήμιο είχαν μία αξιόλογη εναλλακτική επιλογή σε τεχνικά επαγγέλματα, όπως συμβαίνει σε χώρες με προηγμένα συστήματα εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Φινλανδία.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Τα υπόλοιπα που ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ με την ίδια τροπολογία ήταν να καταργηθεί η τράπεζα θεμάτων για τις τάξεις του Λυκείου, να μειωθεί η εξεταστέα ύλη για τις πανελλαδικές λόγω της πανδημίας και να καταργηθεί η ρύθμιση με την οποία το 20% της κρατικής επιχορήγησης των ΑΕΙ συνδέεται με την αξιολόγηση του έργου τους. Λογικές ήσσονος προσπάθειας και ισοπεδωτικές. Το ωραίο είναι ότι φέτος δεν χάθηκαν ώρες διδασκαλίας λόγω της πανδημίας, όπως είχε συμβεί πέρυσι, μαθήματα δεν έγιναν μόνο λόγω κακοκαιρίας, επομένως το αίτημα για μείωση της εξεταστέας ύλης μοιάζει με «χατίρι», δεν βασίζεται σε πραγματικές ανάγκες.
Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση των ΑΕΙ, καλώς συνδέθηκαν τα κονδύλια του κράτους με αντικειμενικά κριτήρια που έχουν σχέση με την ποιότητα των σπουδών που προσφέρουν στους φοιτητές. Η δημόσια εκπαίδευση μπορεί να είναι δωρεάν, αλλά δεν είναι τζάμπα, πληρώνεται ακριβά από τους φορολογουμένους, που πρέπει να γνωρίζουν πώς διατίθενται τα χρήματά τους και πόσο αποδίδουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αλλεργία στην αξιολόγηση, πολέμησε με κάθε τρόπο την εφαρμογή της στη μέση εκπαίδευση, απαίτησε την κατάργησή της στα πανεπιστήμια, ενώ αντιτάχθηκε ακόμη και στην επέκταση των Πρότυπων Σχολείων, ενός θεσμού που έχει ήδη αγκαλιασθεί από τις τοπικές κοινωνίες.
Αυτές είναι ουσιώδεις διαφορές με την κυβερνητική πολιτική και πρέπει να αναδειχθούν πλήρως. Η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης, που πρέπει να συνεχισθεί φέτος ώστε κάθε υποψήφιος να έχει δεύτερη επιλογή πέραν των πανελλαδικών, η επέκταση της αξιολόγησης σε όλους τους εκπαιδευτικούς και η αναβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών με αγγλόφωνα τμήματα και σύνδεσή τους με την παραγωγή είναι τα επόμενα βήματα.
Η Ελλάδα θα πάει μπροστά μόνο εάν βελτιωθεί το σύστημα εκπαίδευσης, οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπουν σε συντεχνιακά αιτήματα, η κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις για σύγχρονα σχολεία.