Η διαφορά του κυβερνώντος κόμματος αυξήθηκε κατά μία μονάδα και οι ισορροπίες με τον ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώθηκαν πλέον σε 31% προς 26%. Εάν υπολογίσουμε ότι στο 12% των αναποφάσιστων έχουν εισρεύσει αρκετοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας που δυσαρεστήθηκαν ή και απογοητεύτηκαν από την αναποτελεσματικότητα του κράτους στο σιδηροδρομικό δυστύχημα, είναι στο χέρι της κυβέρνησης το επόμενο διάστημα να εντείνει τις προσπάθειές της προκειμένου να τους πείσει να επανέλθουν στις τάξεις της.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 35% στις εκλογές της 21ης Μαΐου είναι ρεαλιστικό για τη Ν.Δ., όπως άλλωστε προέκυψε από την αναγωγή της Pulse με την αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων. Στην ίδια δημοσκόπηση υπάρχει και μία ερώτηση-«έκπληξη».
Αντί για το συνηθισμένο ερώτημα τι θα θέλατε να γίνει σχετικά με αυτοδύναμη κυβέρνηση ή συνεργασίας, η εταιρία ανιχνεύει απευθείας το πραγματικό ζήτημα που θα προκύψει για τη χώρα την επομένη της κάλπης. Ετσι, στο ερώτημα τι θα ήταν καλύτερο να γίνει εάν στις προσεχείς εκλογές δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση (όπως είναι το λογικό, καθώς απαιτείται ποσοστό άνω του 47%), το 33% θέλει άμεση προσφυγή σε νέες κάλπες, όπως ζητάει ο Μητσοτάκης, το 36% να γίνει προσπάθεια για κυβέρνηση συνεργασίας κι αν δεν αποδώσει, ξανά εκλογές, ενώ μόνο το 22% ζητάει πάση θυσία κυβέρνηση συνεργασίας, όπως λέει ο Τσίπρας.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι υπάρχει η «νομιμοποιητική βάση» για τις δεύτερες εκλογές που θα ακολουθήσουν, καθώς σχεδόν 7 στους 10 πιστεύουν ότι πρέπει να διεξαχθούν αμέσως ή εάν δεν υπάρξει κοινός τόπος των κομμάτων, ενώ το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί κυβέρνησης συνεργασίας, μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, είναι αδύναμο στην κοινή γνώμη. Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους πολιτικές ομάδες, οι κεντρώοι σε ποσοστό 36% τάσσονται υπέρ της αυτοδύναμης κυβέρνησης της Ν.Δ., έναντι μόλις 8% που θέλει αυτοδυναμία ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ένα άλλο ποσοστό της τάξης του 16% επιθυμεί κυβέρνηση με κορμό τη Νέα Δημοκρατία, έναντι 17% που είναι υπέρ της κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης, οι ερευνητές δεν ρώτησαν για τον «καταλληλότερο» πρωθυπουργό, αλλά για τον ποιον πρωθυπουργό θα ήθελαν μετά τις εκλογές. Από τις απαντήσεις προέκυψε ότι ο Μητσοτάκης λαμβάνει 36% (δηλαδή 6,5 μονάδες πάνω από την πρόθεση ψήφου της Ν.Δ.), ο Τσίπρας 25%, όσο και η πρόθεση ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η πρόταση Ανδρουλάκη (ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας) λαμβάνει μόνο 11%.
Ειδικά στους ψηφοφόρους του Κέντρου, η υπεροχή του πρωθυπουργού στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι συντριπτική, το 49% θέλει Μητσοτάκη, το 19% τον Τσίπρα και το 18% την πρόταση Ανδρουλάκη.
Ολα δείχνουν ότι το κυβερνών κόμμα ανακάμπτει με όχημα τις επιδόσεις στην οικονομία και τις στέρεες θέσεις του για την επόμενη τετραετία. Ομως, επειδή μέχρι τις κάλπες μεσολαβούν αρκετές εβδομάδες, τίποτα δεν είναι δεδομένο, όσο κι αν ο κ. Τσίπρας με την επιστροφή Πολάκη, τις υποσχέσεις για τα «κόκκινα» δάνεια και τις εξαγγελίες για κρατικοποιήσεις της Εθνικής και της ΔΕΗ δείχνει ότι δεν έχει διδαχθεί ούτε από τις ήττες του, αλλά ούτε και από τις προτεραιότητες της κοινωνίας.