ΕΔΩ και δεκαετίες το κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους «γνωστούς-αγνώστους» είτε αυτοί είναι μπαχαλάκηδες που τα σπάνε στους δρόμους και τα πανεπιστήμια είτε είναι «τάγματα εφόδου» που καίνε τα γήπεδα και μαχαιρώνουν αντίπαλους οπαδούς.
ΠΟΣΟΙ είναι όλοι αυτοί οι «γνωστοί άγνωστοι». Να είναι καμιά κατοσταριά σε κάθε μια από τις πέντε – έξι μεγάλες ομάδες της χώρας; Να είναι και καμιά πεντακοσαριά αυτοί που πετάνε μολότοφ στις διαδηλώσεις; Κάποιοι, πιθανότατα ανήκουν και στις δύο «κατηγορίες». Γιατί ο χουλιγκανισμός του γηπέδου και του δρόμου είναι βέβαιο πως συνδέεται. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως όλοι μαζί είναι χίλιοι, άντε και λίγοι παραπάνω.
ΤΟΣΑ χρόνια η Αστυνομία δεν μπορεί να ψάξει, να τους βρει, να τους ταυτοποιήσει; Σε μια χώρα δέκα εκατομμυρίων είναι δυνατόν να κάνουν ό,τι γουστάρουν χίλια άτομα; Να είναι υπεράνω νόμου και κανόνων;
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΚΑΘΕ λίγο και λιγάκι συλλαμβάνονται. Το ρεπορτάζ λέει, συνήθως, ότι είναι «γνωστοί» για τη δράση τους στις Αρχές. Μετά τους αφήνουν ελεύθερους, να συνεχίσουν το «έργο» τους. Και άντε μια από τα ίδια.
ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ πως υπάρχουν νόμοι που τους απαγορεύουν να μπαίνουν στα γήπεδα, πως πρέπει να εμφανίζονται στο αστυνομικό τμήμα όταν η ομάδα τους δίνει αγώνες. Και ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία και πιθανότατα δεν τηρούνται.
ΣΤΗΝ ουσία πρόκειται για «εγκληματικές οργανώσεις» με δράση στις κερκίδες και στους δρόμους. Η μόνη περίπτωση, για να τελειώναμε ως χώρα με αυτό το θλιβερό φαινόμενο, θα ήταν οι ποινές να ήταν εξοντωτικές, ώστε ούτε να θρηνήσουμε άλλα θύματα ούτε και να καίγεται το σύμπαν.
ΣΕ όλη αυτή την παρανοϊκή εξίσωση της βίας, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι παράγοντες των ομάδων, που δυστυχώς αντί να θέλουν υγιείς φιλάθλους στις κερκίδες προτιμούν να έχουν στρατιές ανεγκέφαλων – πρόθυμων να δώσουν «μάχες». Και εδώ το κράτος κάτι πρέπει, επιτέλους, να κάνει.
Ή θα αλλάξουν τα πάντα ή θα συνεχίσουμε να μιλάμε για «γνωστούς-αγνώστους» και να θρηνούμε θύματα…