Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν» είναι ο πρώτος που τονίζει τη συνέχεια του Ελληνισμού, από τους αρχαίους χρόνους έως τις ημέρες του, πριν από τους ιστορικούς Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο. Σημειώνει ότι «εκφωνεί φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο». Επικαλείται τους Τριακόσιους του Λεωνίδα και τονίζει στον 78ο στίχο: «Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ’ εμάς. Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας». Οι Ελληνες στη συνέχεια της ιστορικής πορείας τους, γράφει ο Σολωμός, αγκαλιάζουν τον Ιησού Χριστού ως λυτρωτή και συμπαραστάτη τους. Γράφει στον 98ο στίχο: «Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς, σήμερ’ άπιστοι εγεννήθη, ναι του κόσμου ο Λυτρωτής». Θυμωμένος από τη βαρβαρότητα των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, γράφει στους στίχους 113 και 114: «Και εκεί που ’ναι η Αγία Σοφία, μες στους λόφους τους επτά, όλα τ’ άψυχα κορμιά, βραχοσύντριφτα, γυμνά, σωριασμένα να τα σπρώξη η κατάρα του Θεού κι από κει να τα μαζώξη ο αδελφός του φεγγαριού» (σ.σ.: ο ποιητής εννοεί τον σουλτάνο).
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Αφού αναφέρει τα «περασμένα μεγαλεία» και τη μακροχρόνια σκλαβιά, σημειώνει την εθνεγερτική «πολεμόκραχτη φωνή του Ρήγα» και τη θυσία του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ με την έναρξη της Επανάστασης. Γράφει στον 135ο στίχο: «Ολοι κλαύστε! Αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς, κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος ωσάν να τανε φονιάς»…Ο Οθωνας ως εθνικό μας ύμνο είχε τον… βαυαρικό, πανομοιότυπο με τον αγγλικό «God save the King». Με την έλευση του Γεωργίου του Α’ και την Ενωση της Επτανήσου με την ελεύθερη Ελλάδα, ο υπουργός των Ναυτικών, Δ. Μπουντούρης, στις 4 Αυγούστου 1865, απευθύνει έγγραφο στο υπουργείο Εξωτερικών, με το οποίο ζητεί να καθιερωθεί ως «επίσημον εθνικόν άσμα» ο Υμνος στην Ελευθερία του Διον. Σολωμού, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου. Ο Υμνος ψάλλεται έκτοτε ντε φάκτο διά της εθνικής συνειδήσεως, χωρίς να υπάρχει νομική ρύθμιση με Βασιλικό ή Προεδρικό Διάταγμα, όπως με επιφύλαξη διατείνεται ο Γεώργιος Λαγανάς στη σχετική μελέτη του (εκδ. του Φοίνικα).