Χωρίς να αμφισβητείται η ευαγγελικά διατυπωμένη ελευθερία της επιλογής, οφείλουμε να διατυπώσουμε τις ισχυρές ενστάσεις μας, όταν το «σύγχρονο» ατομικό δικαίωμα αποπειράται να κατισχύσει χωρίς αντίλογο σε κάθε κοινωνικό σύνολο, έστω και αν «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του» υπό την αίρεση ότι «δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων». Αυτή η λογική και συνταγματικά περιοριστική αρχή του σεβασμού οιουδήποτε στα δικαιώματα των άλλων είτε λησμονείται είτε παραθεωρείται από τους θιασώτες του δικαιωματισμού, ενδεχομένως μέσα στην έμπονη προσπάθειά τους να διεκδικήσουν το περισσότερο από το ήδη δεδομένο του κοινωνικού χώρου και χρόνου.
Πλέον η σχετική δικαστική απόφαση επανέφερε στον δημόσιο διάλογο -κυρίως από ακτιβιστικές οργανώσεις- προτάσεις για σύγχρονα σχήματα και ζητήματα οργάνωσης της ιδιωτικής σφαίρας και ζωής με την πρόταση εφαρμογής εναλλακτικών μορφών οικογένειας, και τα θέματα υιοθεσίας ή «τεκνοθεσίας» στο πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης. Κι εδώ βεβαίως η σχετική επιχειρηματολογία ενταγμένη στη θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων φαίνεται να τα ειδωλοποιεί και μάλλον να τα εναντιώνει «πολεμικά» προς κάθε άλλη έκφραση κοινωνικού ήθους, όχι με την έννοια ενός κοινωνικού ηθικισμού, αλλά ενός «άλλου» τρόπου ζωής, ύπαρξης και κοινωνίας.
Με απλά λόγια οι παραπάνω οργανώσεις κατανοούν το δικαίωμα ως ένα γεγονός ατομικό, εσωστρεφές και αυτοβεβαιωτικό, το οποίο οδηγεί σε έναν απόλυτα δικαιωματικό ωφελιμισμό και ευδαιμονισμό, με αποτέλεσμα η ζωή να περιορίζεται στα κλειστά όρια του «εαυτού», του ατομικού «εγώ», και να μην μπορεί να κατανοηθεί ως αποτέλεσμα μιας σχέσης διανθρώπινης ή διαπροσωπικής.
Η συγκεκριμένη μάλιστα προοπτική στο ευαίσθητο θέμα των αμβλώσεων, δηλαδή, η μονομέρεια της επιβουλής και ενίσχυσης του λεγόμε¬νου ατομικού δικαιώματος της γυναίκας, ισχυροποιεί βεβαίως τη θέληση της γυναίκας έναντι του δικαιώματος διαχείρισης της ίδιας της ζωής, απομειώνει όμως το δικαίωμα του εμβρύου για ζωή.
Η σχέση όμως μητέρας και εμβρύου, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης στη βάση μιας συμπόρευσης ζωτικής σημασίας και συμβίωσης, επιβεβαιώνεται καθ’ όλη την περίοδο της κύησης, αφού είναι αποδεδειγμένο και ιατρικά ότι η ζωή της μητέρας εξαρτάται από τη ζωή του κυοφορούμενου εμβρύου, όπως και η ζωή του εμβρύου εξαρτάται απόλυτα από τη ζωή της μητέρας του, γι’ αυτό και δεν υφίσταται δικαίωμα αυτόνομης στάσης της γυναίκας ως μητέρας έναντι του εμβρύου, όπως και η ζωή του ίδιου του εμβρύου είναι συνυφασμένη σε μία σχέση συμβίωσης με την μητέρα του.
Σημειωτέον ότι σε αυτή τη σχέση έχει συμβάλει και ο πατέρας, συνεπώς και για εκείνον η σχέση πατέρα, μητέρας και εμβρύου είναι μία ανάλογη σχέση αλληλοπεριχωρούμενη και συμπληρούμενη, όπου καμία έννοια ατομικού δικαιώματος δεν χωρεί. Η ιδιαιτέρως ζωτική σχέση πατέρα, μητέρας και εμβρύου δεν κατανοείται μόνο ως ένα στιγμιαίο γεγονός ή ως ένα βιολογικό αποτέλεσμα μιας φυσικής έλξης, ως έκφραση δηλαδή μιας κατάστασης ατομικής επιβεβαίωσής τους ως «ζεύγους» και μόνο.
Η ιδιαιτέρως ζωτικής σημασίας σχέση πατέρα, μητέρας και εμβρύου δημιουργεί υποχρεώσεις και δικαιώματα τόσο για τους «γονείς»-«συζύγους» όσο και για το έμβρυο. Κανένας παράγοντας ή οποιαδήποτε αιτία, παρεκτός της ιατρικής επιστήμης, δεν μπορούν να αποφασίσουν για τη διακοπή αυτής της ζωτικής σχέσης, ούτε και οι ίδιοι οι «γονείς» – «σύζυγοι», γιατί με τον τρόπο αυτόν ένα μέρος από τη σχέση τους αυτή χάνεται και είναι αυτό το οποίο σχετίζεται προς το έμβρυο.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Υπ’ αυτή τη θεώρηση είναι απόλυτα δικαιολογημένη η άρνηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην αποδοχή οποιασδήποτε μορφής έκτρωσης ή άμβλωσης, όταν αυτή ως πράξη διακοπής της ζωτικής σχέσης πατέρα, μητέρας και εμβρύου συνιστά μια μονομερή διακοπή της ίδιας της ζωής του εμβρύου με σκοπό και μόνο την ατομικιστική ικανοποίηση δήθεν δικαιωμάτων των γονέων, του οικογενειακού περιβάλλοντος ή εξαιτίας κάποιας άλλης «κοινωνικής» αιτίας.
Κατά τούτο, το θέμα των αμβλώσεων είναι πρώτιστα θέμα στο πλαίσιο μιας οντολογίας σχέσεων γονέων-«συζύγων» και εμβρύου και όχι μόνο νομικό ή δικανικό.
Επίσης, στην ίδια θεώρηση τίθεται και κάθε εναλλακτική μορφή οικογένειας με πράξεις υιοθεσίας ή «τεκνοθεσίας», η οποία δεν είναι «συμβατή» προς αυτή την ίδια τη ζωή, ως μορφή σχέσης συνεισφοράς και συνέργειας σε κάθε φάση της ζωτικής ανάπτυξης και προόδου του εμβρύου και του τέκνου.
Για τους παραπάνω λόγους καμία πράξη «τεκνοθεσίας» δεν κατανοείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο δημοκρατικό και αν ακούγεται αυτό, όσο δικαιωματικό και αν θεωρείται, όσο κι αν νομοθετικά κατοχυρώνεται στις σύγχρονες πολιτείες (αναφαίρετο δικαίωμα της νομοθετικής εξουσίας είναι άλλωστε). Οι διαφυλικές σχέσεις των γονέων, ως ανδρός και ως γυναικός, και οι ρόλοι τους είναι ρόλοι συμπληρούμενοι όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση προς τα παιδιά τους – και προσεγγίζονται πάντοτε μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον στην προοπτική της διακριτότητας των φύλων.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι εξαιτίας του δικαιωματισμού, ως απολυτοποιημένου ατομικού τρόπου επιβεβαίωσης της φιλαυτίας, αναπτύσσεται μία εσφαλμένη λογική αυθαιρεσία. Οτιδήποτε, δηλαδή, νέο κοινωνικό εφεύρημα βαπτιστεί «δικαίωμα» μπορεί να επιβληθεί στο όνομα αυτού του δικαιώματος προς το κοινωνικό σύνολο και να προβληθεί ως μοντέλο ζωής, χωρίς έλεγχο, χωρίς αξιολόγηση και κυρίως χωρίς ώριμο προβληματισμό, επειδή δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτή η έννοια του «δικαιώματος» μας προστατεύει αντιδραστικά από την αυθαιρεσία κάθε μορφής εξουσίας και επιβεβαιώνει δήθεν τον προοδευτισμό της κοινωνίας μας.
Όμως δεν μπορεί να απαντήσει ορθά στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, τα οποία σχετίζονται με τη ζωή, το νόημά της και βεβαίως με το δικαίωμα για ζωή σε κάθε επίπεδο, παρόλη τη ριζοσπαστικότητα των απόψεων και των θέσεων της «μετακοσμικής» (post secular) πραγματικότητας.