Οι Ανατολικογερμανοί πολίτες πρακτικά είχαν να ζήσουν ελεύθερες εκλογές από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) κι ένιωθαν σαν ψάρια έξω από το νερό. Ωστόσο ήξεραν ότι περνούσαν μια μεταβατική περίοδο. Η Βουλή των 400 που εξέλεξαν ήταν μονοθεματική, με κύρια αποστολή να προετοιμάσει το έδαφος για την επανένωση της Γερμανίας, στις 3 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Την ημέρα εκείνη η βραχύβια ανατολικογερμανική Βουλή έπαψε να υπάρχει, όπως και ολόκληρη η χώρα με το όνομα Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR), που ουσιαστικά προσαρτήθηκε από τη Δυτική «μεγάλη αδελφή», την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD).
Τις εκλογές στην Ανατολική Γερμανία κέρδισε με 40,8% η τοπική CDU, κατακτώντας 163 έδρες, με δεύτερο το SPD, που πήρε 21,9% και 88 έδρες, και τρίτο το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) του Γκρέγκορ Γκίζι, βασικό κληρονόμο του παλιού κομμουνιστικού καθεστώτος. Τελικά, οι Χριστιανοδημοκράτες σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Οσκαρ ντε Μεζιέρ, σε συνεργασία με το SPD και τους τοπικούς Φιλελεύθερους (ΒFD), χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν καμία εξουσία.
Τη χώρα διοικούσαν Δυτικογερμανοί σύμβουλοι και τεχνοκράτες της περίφημης εταιρίας Treuhand, που ανέλαβε να ιδιωτικοποιήσει και να εκποιήσει μαζικά τη δημόσια περιουσία, σε ένα κοινωνικό πείραμα, που επαναλήφθηκε χρόνια αργότερα σε χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Η Treuhand άφησε πίσω της εκατομμύρια ανέργους, μία διαλυμένη βιομηχανική βάση και μία γερμανική εκδοχή Ρώσων ολιγαρχών, σπέρνοντας τον φιλοναζιστικό σπόρο AfD, κυρίαρχης σήμερα δύναμης στην Ανατολική Γερμανία και δεύτερης σε εθνικό επίπεδο.