Οι επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη νέα σύνθεση της κυβέρνησης, σε πρώτη ανάγνωση, έδειξαν ότι ο πρωθυπουργός θέλησε να υπενθυμίσει τη σχέση του με τον κεντροδεξιό χώρο αλλά και την επιμονή του στο μεταρρυθμιστικό αφήγημα που είναι βέβαιο ότι, δύο χρόνια πριν από τη λήξη της δεύτερης θητείας στο Μέγαρο Μαξίμου, δεν έχει τα ίδια χρονικά περιθώρια που είχε το 2023, όταν η Ν.Δ. απόλαυσε τον θρίαμβο του 41%. Απεναντίας, το 28% των ευρωεκλογών και οι σημερινές δημοσκοπήσεις, όσο επηρεασμένες και αν είναι από το βάρος του θυμού και της κομματικής εκμετάλλευσης της τραγωδίας των Τεμπών, δείχνουν ότι ο χρόνος δεν θα είναι εύκολος σύμμαχος του νέου Υπουργικού Συμβουλίου. Αλλά και ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο αναγκαίο για ένα restart από το μήνυμα του ανασχηματισμού.
Τα εξαιρετικά κρίσιμα χαρτοφυλάκια που ανατέθηκαν σε 40άρηδες, οι οποίοι δεν κουβαλούν τα βαρίδια του στενού κομματικού ακροατηρίου και κατά γενική ομολογία έχουν γνώση και διάθεση για δουλειά, είναι ένα θετικό βήμα που, σίγουρα, δεν αρκεί από μόνο του. Η κυβέρνηση έχει έναν βαρύ πέλεκυ πάνω από το κεφάλι της: την ανάγκη για αποτελεσματική δράση. Η εκταμίευση των επιπλέον πόρων, που υπερβαίνουν τα 9 δισ. ευρώ της 6ης και 7ης δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι ένα από τα κομβικότερα σημεία στα οποία θα αποδειχθεί ή όχι η αποτελεσματικότητα. Είναι το μεγάλο στοίχημα της απορρόφησης των λεγόμενων «κονδυλίων του Ελλάδα 2.0». Μέχρι τα μέσα του 2026 η Ελλάδα θα πρέπει να έχει επιτύχει την απορρόφηση 18 δισ. ευρώ που απομένουν, καθώς έχουν ήδη εισπραχθεί 18 δισ. ευρώ από το Ταμείο.
Δίνεται η εντύπωση ότι ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε μέχρι το 2027. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια ή επικοινωνιακές πολυτέλειες, σε αυτό το κεφάλαιο οι σκληρότεροι αναγνώστες θα είναι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας.