Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Οι κουβέντες αυτές λέγονται συνήθως Κυριακή πρωί ή απόγευμα, σε κάποια καφετέρια ή εστιατόριο, με τους εργαζόμενους (σερβιτόρους, μάγειρες, μπάρμεν, λαντζέρηδες) που εξυπηρετούν τους «αντιστασιακούς» να ακούν πως όποιοι δουλεύουν την εβδόμη μέρα αυτοκαταστρέφονται. Στους άτυχους να προσθέσουμε τους εργαζόμενους σε βενζινάδικα, ξενοδοχεία, περίπτερα, ταξί, κινηματογράφους, αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα, νοσοκομεία, λεωφορεία, μετρό, ΚΤΕΛ, αστυνομία, πυροσβεστική, Μέσα Ενημέρωσης, μουσεία κ.α.
Το γεγονός είναι ότι κάποιος που δεν έχει χρήματα τη Δευτέρα δεν έχει ούτε το Σάββατο. Τότε γιατί να μην παραμείνουν κλειστά τα καταστήματα και τα Σάββατα; Παρομοίως θα μπορούσαν να καταργηθούν και οι εκπτώσεις, αφού κάθε χρόνο οι εμπορικοί σύλλογοι καταγγέλλουν πως οι εκπτωτικές περίοδοι δεν φέρνουν τους προσδοκώμενους τζίρους. Το Δίκτυο σε σχετική ανάλυσή του επισημαίνει εύλογα:
«Οταν αλλάζει η κατάσταση άρδην σε μία χώρα, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι τα λεφτά, είναι η αλλαγή υποδείγματος. Οπως ισχυρίζονται οι έμποροι το πρόβλημα δεν είναι οι ώρες και οι μέρες λειτουργίας, αλλά ότι ο κόσμος δεν έχει λεφτά να ψωνίσει. Το Δίκτυο σημειώνει ότι η επισήμανση αυτή είναι σωστή. Ομως αφού είναι έτσι, γιατί δεν ανοίγουν λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, με μικρότερο ωράριο, θα αντέτεινε κανείς. Φοβούνται ότι θα επιβαρυνθούν με περισσότερα έξοδα και η κίνηση δεν θα είναι αρκετή για να τα καλύψει και θα συνεχιστούν τα λουκέτα. Τότε γιατί δεν αφήνουν όσους θέλουν να ανοίξουν να αναλάβουν το ρίσκο τους; Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα άλλο επιχείρημα, που αντιφάσκει, όμως, με το πρώτο: “Οσοι μπορούν να ανοίξουν τις Κυριακές θα παίρνουν τη δουλειά από τους υπόλοιπους. Και αυτοί θα είναι τα μεγάλα πολυκαταστήματα”. Που θα παίρνουν τη δουλειά, αυτή που δεν υπάρχει, γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι ώρες, αλλά τα λεφτά που δεν έχουμε!».
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Το μοναδικό υπαρκτό πρόβλημα που υπάρχει από την κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων είναι οι εργασιακές αμοιβές. Οι πολυεθνικές και τα πολυκαταστήματα αμείβουν συνήθως κανονικά το προσωπικό τους, σε αντίθεση με τα μικρότερα, κυρίως συνοικιακά, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν σύμφωνα με τον νόμο. Ετσι, οι ιδιοκτήτες τα δουλεύουν μόνοι τους (έρευνα ΕΣΕΕ), με δεύτερη επιλογή να επεκτείνουν το ωράριο του εργαζομένου. Πολλές φορές ωστόσο καταγγέλλεται πως αντί για αμοιβή δίνεται ρεπό, το οποίο στη συνέχεια όμως «χάνεται».
Η αμοιβή των εργαζομένων λοιπόν είναι ένα σεβαστό πρόβλημα που λύνεται με διάφορους τρόπους: Κατασταλτικούς, όπως αυστηρότεροι έλεγχοι από το υπουργείο Εργασίας, ή με όρους αγοράς: Να προσπαθήσει ο μικρομεσαίος να γίνει πιο ελκυστικός για τον πελάτη, ώστε να τον κρατήσει στην τοπική αγορά. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο αν βοηθηθεί από το κράτος με αντίστοιχα αναπτυξιακά εργαλεία αλλά από τον κόσμο που θα πρέπει να μάθει να σκέφτεται διαφορετικά.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου