Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Οι αποδόσεις των ομολόγων για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξήθηκαν σημαντικά. Το επιτόκιο για το ελληνικό δεκαετές έφτασε στο 1,2%, στα επίπεδα δηλαδή που βρισκόταν προ πανδημίας ενώ το πενταετές που διαπραγματευόταν το καλοκαίρι σε αρνητικά επίπεδα έφτασε στο 0,4% καταγράφοντας μέσα σε έναν μήνα αύξηση κατά 20%. Παρόμοια εικόνα για τα ομόλογα της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, όπου οι αγορές προσμετρούν και την πολιτική αστάθεια μετά την καταψήφιση του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2022.
Είναι σαφές ότι η εποχή του «φθηνού χρήματος» λόγω της πανδημίας βαίνει προς το τέλος της και όλες οι χώρες της ευρωζώνης οφείλουν να προσαρμοσθούν στις νέες καταστάσεις. Η Κεντρική Τράπεζα, που έριχνε χρήμα μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης τώρα θέτει ως πρώτο στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, κάτι που σημαίνει στο προσεχές μέλλον υψηλότερα επιτόκια και μικρότερη ποσότητα χρήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη τον Οκτώβριο διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών ξεπερνώντας το φράγμα του 4% από 3,4% που ήταν τον Σεπτέμβριο. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας κατά 23,5% και η ισχυρή καταναλωτική ζήτηση μετά από την πολύμηνη περίοδο καραντίνας ωθούν ανοδικά τον πληθωρισμό, που αποτελεί θέμα «ταμπού» για τους σκληρούς του ευρώ όπως είναι η Γερμανία και η Ολλανδία.
Στην Ελλάδα ο πληθωρισμός παραμένει ακόμη κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αλλά οι πιέσεις είναι ασφυκτικές. Χθες η Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε ότι οι τιμές παραγωγού στη βιομηχανία τον Σεπτέμβριο αυξήθηκαν κατά 20% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020 και η αύξηση του κόστους αργά ή γρήγορα θα μεταφερθεί στον τελικό καταναλωτή.
Το «μίγμα» της ακρίβειας και των υψηλών επιτοκίων δυσχεραίνει την προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. Η ανάπτυξη φέτος θα είναι δυναμική άνω του 7% όμως ο στόχος του 2022 για άνω του 4,5% περνά μέσα από τις εξελίξεις στο μέτωπο της ακρίβειας.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Το σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία όπως η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, που είχαν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των εξαγωγών.
Επιπλέον οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μέσα σε ένα χρόνο έχουν μεγαλώσει κατά 20 δισεκατομμύρια, ωθώντας τη ζήτηση και δημιουργώντας χώρο στο τραπεζικό σύστημα για ενίσχυση της ρευστότητας.
Το κόστος δανεισμού θα ανέβει, λόγω της σταδιακής απόσυρσης της ποσοτικής χαλάρωσης αλλά το 2022 οι δανειακές ανάγκες είναι σχετικά περιορισμένες καθώς το έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται να κινηθεί κοντά στο 1% του ΑΕΠ.
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να περάσει από το 2023 σε πρωτογενή πλεονάσματα ενώ κρίσιμο στοιχείο για το ύψος των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων θα είναι εάν εντός του 2022 καταφέρει η χώρα να περάσει στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης, κάτι που θα μειώσει σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που μοιάζει να αιφνιδιάσθηκε από την απότομη αύξηση του πληθωρισμού δεν πρέπει να προχωρήσει σε κινήσεις που φανερώνουν προχειρότητα και κυρίως απόγνωση. Οι αγορές αντιλαμβάνονται γρήγορα τις αδυναμίες και αντιδρούν αναλόγως.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr