Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Η κυβέρνηση θέλει να πριμοδοτήσει την παραγωγή και την εξωστρέφεια, γνωρίζοντας ότι η ανάκαμψη μόνο μέσω της κατανάλωσης δεν θα είναι βιώσιμη, όπως φάνηκε μετά το 2010, ενώ συνήθως προκαλεί δευτερογενείς συνέπειες, όπως η αύξηση των εισαγωγών και εν τέλει η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, που αποτελεί το βασικό χάρτη οικονομικής πολιτικής για την περίοδο μέχρι το 2025, το ΑΕΠ θα αυξηθεί το 2022 κατά 6,2% και στη συνέχεια θα αναπτύσσεται με ρυθμό 4%. Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι οι απώλειες της πανδημίας να έχουν ανακτηθεί πλήρως μέχρι το τέλος του 2022, όταν και το ΑΕΠ θα είναι υψηλότερο κατά 1% σε σχέση με το ανέφελο υγειονομικά 2019.
Πώς όμως θα επιτευχθεί η ανάκαμψη; Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας εκτιμά ότι η κύρια οικονομική ώθηση θα προέλθει από τις ροές του Ταμείου Ανάκαμψης, την επιταχυνόμενη ανάκαμψη του εξωτερικού τουρισμού (στο 80% του προ κρίσης επιπέδου εισπράξεων) και τη θετική επίδραση του 2021, υπό την προϋπόθεση ότι η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού θα είναι επαρκής από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Δεν είναι τυχαία η επισήμανση για το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης. Στο Μαξίμου γνωρίζουν πως, εάν υπάρξει τέταρτο κύμα πανδημίας το φθινόπωρο λόγω της μετάλλαξης Δέλτα, η οικονομία θα χτυπηθεί εκ νέου και η τουριστική κίνηση του τελευταίου τριμήνου θα περιοριστεί σημαντικά. Γι’ αυτό μπαίνει πλέον στο Μεσοπρόθεσμο ως παράγοντας στην εξίσωση της ανάπτυξης και το πώς θα έχουμε πάει στο μέτωπο των εμβολιασμών.
Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από την εγχώρια ζήτηση, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Βάσει του Μεσοπρόθεσμου, κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020. Το 2022, με δεδομένη την επιτάχυνση υλοποίησης του «Ελλάδα 2.0», ο ετήσιος ρυθμός πραγματικών επενδύσεων προβλέπεται στο 30,3%, το υψηλότερο των τελευταίων δεκαετιών.
Ο όγκος ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επανέλθει το 2022 στο επίπεδο του 2019, ανακτώντας το σύνολο των απωλειών της υγειονομικής κρίσης, με το επίπεδο της απασχόλησης και του ονομαστικού μέσου μισθού μάλιστα να ξεπερνούν το επίπεδο του 2019 (κατά 1,6% και 1,1%, αντίστοιχα).
Ωστόσο, η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο το 2022 απ’ ό,τι το 2019 (στο 68,5%, έναντι 69,3% το 2019 και 71,3% κατά μέσο όρο το 2020-2021), εν αντιθέσει με τη συμμετοχή των επενδύσεων. Στην ίδια βάση, στο τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να έχει περιοριστεί στο 65,5% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2007. Η μεταστροφή αυτή τελεί σε συμβατότητα με τον μεσοπρόθεσμο στόχο για μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο μεγαλύτερης εξωστρέφειας και επενδυτικής δραστηριότητας.
Την περίοδο 2023-2025, βάσει του ίδιου σχεδίου, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% το 2025) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%.
Στήριξη στην αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται και από τη σωρευτική βελτίωση της συνολικής απασχόλησης κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2022 και 2025, η οποία θα συμβάλει στην αύξηση της μισθοδοτικής δαπάνης κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο.
Αλλά όλα εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr